identificar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

identificar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/indetifiˈkaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "identificar" στα Ισπανικά σημαίνει την πράξη της αναγνώρισης ή της ταυτοποίησης κάποιου ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως οι γενικές συζητήσεις, η οικονομία, το δικαστικό σύστημα, η προγραμματιστική γλώσσα και οι στρατιωτικές διαδικασίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και ισχύει σε προφορικό και γραπτό πλαίσιο, αν και προτιμάται συχνά σε γραπτές αναφορές και επίσημα κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Es importante identificar los problemas antes de resolverlos.
  2. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τα προβλήματα πριν τα λύσουμε.

  3. Los investigadores necesitan identificar la causa del accidente.

  4. Οι ερευνητές χρειάζονται να ταυτοποιήσουν την αιτία του ατυχήματος.

  5. El software puede identificar patrones en los datos.

  6. Το λογισμικό μπορεί να προσδιορίσει τα μοτίβα στα δεδομένα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "identificar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράσεις της καθημερινότητας:

  1. Identificar a alguien con algo significa reconocer sus características.
  2. Να ταυτοποιήσεις κάποιον με κάτι σημαίνει να αναγνωρίσεις τα χαρακτηριστικά του.

  3. Es fácil identificar los errores si prestas atención.

  4. Είναι εύκολο να αναγνωρίσεις τα λάθη αν προσέχεις.

  5. Identificar las necesidades del cliente es clave para el éxito.

  6. Η αναγνώριση των αναγκών του πελάτη είναι κλειδί για την επιτυχία.

  7. Pueden identificar qué es lo que realmente quieren las personas.

  8. Μπορούν να προσδιορίσουν τι είναι αυτό που πραγματικά θέλουν οι άνθρωποι.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "identificar" προέρχεται από το λατινικό "identificare", το οποίο είναι σύνθετο από τις λέξεις "idem" (το ίδιο) και "facere" (να κάνεις ή να κατασκευάσεις).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - reconocer (αναγνωρίζω) - clasificar (κατηγοριοποιώ) - determinar (καθορίζω)

Αντώνυμα: - ignorar (αγνοώ) - encubrir (καλύπτω) - confundir (μπλέκω)



22-07-2024