Ρήμα
/indetifiˈkaɾ/
Η λέξη "identificar" στα Ισπανικά σημαίνει την πράξη της αναγνώρισης ή της ταυτοποίησης κάποιου ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως οι γενικές συζητήσεις, η οικονομία, το δικαστικό σύστημα, η προγραμματιστική γλώσσα και οι στρατιωτικές διαδικασίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και ισχύει σε προφορικό και γραπτό πλαίσιο, αν και προτιμάται συχνά σε γραπτές αναφορές και επίσημα κείμενα.
Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τα προβλήματα πριν τα λύσουμε.
Los investigadores necesitan identificar la causa del accidente.
Οι ερευνητές χρειάζονται να ταυτοποιήσουν την αιτία του ατυχήματος.
El software puede identificar patrones en los datos.
Η λέξη "identificar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράσεις της καθημερινότητας:
Να ταυτοποιήσεις κάποιον με κάτι σημαίνει να αναγνωρίσεις τα χαρακτηριστικά του.
Es fácil identificar los errores si prestas atención.
Είναι εύκολο να αναγνωρίσεις τα λάθη αν προσέχεις.
Identificar las necesidades del cliente es clave para el éxito.
Η αναγνώριση των αναγκών του πελάτη είναι κλειδί για την επιτυχία.
Pueden identificar qué es lo que realmente quieren las personas.
Η λέξη "identificar" προέρχεται από το λατινικό "identificare", το οποίο είναι σύνθετο από τις λέξεις "idem" (το ίδιο) και "facere" (να κάνεις ή να κατασκευάσεις).
Συνώνυμα: - reconocer (αναγνωρίζω) - clasificar (κατηγοριοποιώ) - determinar (καθορίζω)
Αντώνυμα: - ignorar (αγνοώ) - encubrir (καλύπτω) - confundir (μπλέκω)