Το "identificarse" είναι ρήμα.
/identifiˈkaɾ.se/
Η λέξη "identificarse" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία με την οποία ένα άτομο ή ένα πράγμα αναγνωρίζεται ή ταυτίζεται με κάτι άλλο. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνά ν᾽ ακούγεται στον προφορικό λόγο.
Es importante identificarse antes de entrar en la sala.
(Είναι σημαντικό να ταυτοποιηθείς πριν μπεις στην αίθουσα.)
Muchas personas se identifican con los valores de la organización.
(Πολλοί άνθρωποι ταυτίζονται με τις αξίες της οργάνωσης.)
No olvides identificarse en la recepción.
(Μη ξεχάσεις να αναγνωριστείς στη ρεception.)
Η λέξη "identificarse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωτικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Χρησιμοποιείται για το να δείξει κανείς κατανόηση και συμπάθεια προς τους άλλους.
Identificarse como miembro de un grupo.
(Να αναγνωριστείς ως μέλος μιας ομάδας.)
Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά ή πολιτικά συμφραζόμενα.
Identificarse a uno mismo.
(Να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου.)
Αναφέρεται στη διαδικασία αυτογνωσίας και αυτοκατανόησης.
Es fácil identificarse en una situación difícil.
(Είναι εύκολο να ταυτιστείς σε μια δύσκολη κατάσταση.)
Η λέξη "identificarse" προέρχεται από το λατινογενές "identificare", το οποίο σχηματίζεται από το "identitas" (ταυτότητα) και το ρήμα "facere" (να κάνω).
Συνώνυμα: - reconocerse - identificarse a sí mismo
Αντώνυμα: - desidentificarse (να αποκλειστεί ή να αποσυνδεθεί) - desconocer (να μην αναγνωρίζεται)