idioma είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "idioma" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /iˈðjoma/
Η λέξη "idioma" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - γλώσσα - ιδίωμα
Η λέξη "idioma" αναφέρεται γενικά σε μια γλώσσα ή έναν συγκεκριμένο τύπο γλώσσας, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωμάτων ή διαλέκτων. Στα Ισπανικά χρησιμοποιείται συχνά σε γλωσσικά, εκπαιδευτικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο.
El idioma español es hablado en muchos países.
(Η ισπανική γλώσσα ομιλείται σε πολλές χώρες.)
Es importante aprender un nuevo idioma para viajar.
(Είναι σημαντικό να μάθετε μια νέα γλώσσα για να ταξιδέψετε.)
El idioma se transforma con el tiempo.
(Η γλώσσα μεταμορφώνεται με τον καιρό.)
Η λέξη "idioma" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ορισμένες από αυτές είναι:
Estar en idioma de señas.
(Να είσαι σε γλώσσα νοηματικής.) - Χρησιμοποιείται για να σημαίνει ότι κάποιος είναι εκτός κατανόησης ή ότι επικοινωνεί με τρόπο που δεν είναι κατανοητός σε άλλους.
No hay idioma que no se hable.
(Δεν υπάρχει γλώσσα που να μην ομιλείται.) - Σημαίνει ότι όλες οι γλώσσες έχουν την αξία τους και είναι χρήσιμες.
Hablar en el idioma del pueblo.
(Να μιλάς στη γλώσσα του λαού.) - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος επικοινωνεί με τρόπο που είναι κατανοητός και προσβάσιμος στους άλλους.
Aprender un idioma es abrir una ventana al mundo.
(Η εκμάθηση μιας γλώσσας είναι το άνοιγμα ενός παραθύρου στον κόσμο.) - Υποδεικνύει τη σημασία των γλωσσών για την επικοινωνία και την κατανόηση άλλων πολιτισμών.
Η λέξη "idioma" προέρχεται από το ελληνικό "ἰδιον" (ídion), που σημαίνει "ιδιωτικό", το οποίο καθόρισε την έννοια της γλώσσας ως ιδιαίτερης μορφής επικοινωνίας.
Συνώνυμα: - lengua (γλώσσα) - dialecto (διάλεκτος)
Αντώνυμα: - silencio (σιωπή) - σε ορισμένα συμφραζόμενα, καθώς υποδηλώνει την έλλειψη γλώσσας ή επικοινωνίας.