Ο όρος "idiosincrasia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /iðjo.sinˈkɾa.sja/
Η λέξη "idiosincrasia" αναφέρεται σε μια χαρακτηριστική συμπεριφορά, προτίμηση ή τρόπο σκέψης ενός ατόμου ή μιας ομάδας, που μπορεί να είναι διαφορετικός από άλλους. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις ιδιαίτερες συνήθειες, τις αντιλήψεις ή τις αντιδράσεις που μπορεί να έχει κανείς σε διάφορες καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των ιατρικών και ψυχολογικών.
Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα εμφάνισης της λέξης ποικίλλει, αλλά γενικά είναι γνωστή σε πολλές πτυχές της κοινωνικής και επιστημονικής συζήτησης.
La idiosincrasia de este pueblo es muy interesante.
(Η ιδιοσυγκρασία αυτού του χωριού είναι πολύ ενδιαφέρουσα.)
Comprender la idiosincrasia de un paciente es fundamental para el tratamiento.
(Η κατανόηση της ιδιοσυγκρασίας ενός ασθενούς είναι θεμελιώδης για τη θεραπεία.)
Su idiosincrasia le lleva a evitar conflictos a toda costa.
(Η ιδιοσυγκρασία του τον οδηγεί να αποφεύγει τις συγκρούσεις με κάθε κόστος.)
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "idiosincrasia" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές φράσεις, οι οποίες αναδεικνύουν την προσωπικότητα ή την ιδιαιτερότητα ενός ατόμου ή κοινότητας:
Cada cultura tiene su propia idiosincrasia.
(Κάθε κουλτούρα έχει τη δική της ιδιοσυγκρασία.)
La idiosincrasia del equipo determina su éxito.
(Η ιδιοσυγκρασία της ομάδας καθορίζει την επιτυχία της.)
Es importante reconocer la idiosincrasia de cada persona para una mejor convivencia.
(Είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε την ιδιοσυγκρασία κάθε ατόμου για μια καλύτερη συμβίωση.)
Su idiosincrasia alegre contagia a todos a su alrededor.
(Η ανοιχτή ιδιοσυγκρασία του μεταδίδει σε όλους γύρω του.)
La idiosincrasia de las tradiciones locales se refleja en sus festividades.
(Η ιδιοσυγκρασία των τοπικών παραδόσεων αντικατοπτρίζεται στις γιορτές τους.)
Conocer la idiosincrasia de un lugar ayuda a entender su historia.
(Η γνώση της ιδιοσυγκρασίας ενός τόπου βοηθά να κατανοήσουμε την ιστορία του.)
Η λέξη "idiosincrasia" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "ἰδιοσυγκρασία" (idiosyncrasia), που συνίσταται από τις ρίζες "ίδιος" (ιδιαίτερος) και "συνκράσις" (ανάμιξη), αναφερόμενη στον μοναδικό χαρακτηριστικό συνδυασμό που έχει ένα άτομο.
Συνώνυμα: - Peculiaridad (ιδιαιτερότητα) - Característica (χαρακτηριστικό)
Αντώνυμα: - Uniformidad (ομοιομορφία) - Comunalidad (κοινοτικότητα)