Η λέξη "idiota" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "idiota" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /iˈðjota/.
Η λέξη "idiota" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "ηλίθιος" ή "χαζός".
Η λέξη "idiota" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που θεωρείται χαζός, ανόητος ή ανίκανος να κατανοήσει ή να πάρει σωστές αποφάσεις. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη μπορεί να έχει και χαριτωμένη ή παιχνιδιάρικη χρήση, αλλά σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται ως προσβολή. Η λέξη είναι αρκετά συχνή και χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με έμφαση στην καθημερινή ομιλία.
El idiota no se dio cuenta de su error.
(Ο ηλίθιος δεν κατάλαβε το λάθος του.)
No seas idiota, piensa antes de hablar.
(Μην είσαι ηλίθιος, σκέψου πριν μιλήσεις.)
A veces me siento como un idiota por mis decisiones.
(Μερικές φορές νιώθω σαν ηλίθιος για τις αποφάσεις μου.)
Η λέξη "idiota" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Eres un idiota.
(Είσαι ένας ηλίθιος.) – Έκφραση που χρησιμοποιείται για να εκφραστεί απογοήτευση ή θυμός απέναντι σε κάποιον.
A veces actúas como un idiota.
(Μερικές φορές συμπεριφέρεσαι σαν ηλίθιος.) – Χρησιμοποιείται για να τονιστεί ότι κάποιος δεν είναι λογικός.
No le hagas caso, es un idiota.
(Μην του δίνεις σημασία, είναι ηλίθιος.) – Έκφραση που χρησιμοποιείται για να συνιστάται να αγνοηθεί μια ατόπημα ή μια χαζή γνώμη.
¡Qué idiota fui al no escuchar tus consejos!
(Πόσο ηλίθιος ήμουν που δεν άκουσα τις συμβουλές σου!) – Μια αυτοκριτική που δείχνει τύψεις.
Se comportó como un verdadero idiota en la reunión.
(Συμπεριφέρθηκε σαν πραγματικός ηλίθιος στη συνάντηση.) – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ανόητη ή ακατάλληλη συμπεριφορά σε ένα επίσημο περιβάλλον.
Η λέξη "idiota" προέρχεται από το ελληνικό "ἰδιώτης" (idiotis), που αρχικά αναφερόταν σε κάποιον ιδιώτη, δηλαδή κάποιον που δεν συμμετείχε στα κοινά και ασχολούνταν με προσωπικά ζητήματα. Στη συνέχεια, η έννοια εξέλιξε και απέκτησε την τρέχουσα αρνητική της χροιά.