Η λέξη "ido" είναι ρήμα και είναι το παρελθόν του ρήματος "ir", που σημαίνει "να πηγαίνω" στα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "ido": [ˈido]
Η λέξη "ido" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "πήγε" ή "φυγμένο", ανάλογα με το συμφραζόμενο.
Η λέξη "ido" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να δηλώσει ότι κάποιος ή κάτι έχει πάει από ένα μέρος σε άλλο, δηλαδή το παρελθόν του ρήματος "ir". Είναι αρκετά συνηθισμένο στην προφορική και γραπτή γλώσσα, ειδικά σε ιστορίες και αφηγήσεις που απαιτούν αναφορά σε προηγούμενες ενέργειες.
Él ha ido a la tienda.
(Αυτός έχει πάει στο κατάστημα.)
Nosotros hemos ido a la playa.
(Εμείς έχουμε πάει στην παραλία.)
Η λέξη "ido" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα των Ισπανικών:
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος εκφράσει μια σκέψη που δεν έπρεπε να πει.
Irse a otro mundo.
(Φεύγω σε έναν άλλο κόσμο.)
Αναφέρεται στην έννοια του θανάτου ή της απομάκρυνσης από την πραγματικότητα.
Ir para largo.
(Είναι να πάει για πολύ.)
Υποδηλώνει ότι κάτι θα διαρκέσει περισσότερο από το αναμενόμενο.
Ir a las últimas.
(Πηγαίνω μέχρι το τέλος.)
Ella se fue de boca y reveló un secreto.
(Αυτή φεύγει με την κουβέντα και αποκάλυψε ένα μυστικό.)
Mi abuelo se fue a otro mundo hace años.
(Ο παππούς μου έφυγε σε έναν άλλο κόσμο πριν από χρόνια.)
Este proyecto se va para largo, no hay prisa.
(Αυτό το έργο έχει να κάνει για πολύ, δεν υπάρχει βιασύνη.)
No me voy a las últimas si no tengo respuestas.
(Δεν θα πάω μέχρι το τέλος αν δεν έχω απαντήσεις.)
Η λέξη "ido" προέρχεται από το αρχαίο Ισπανικό "ir", που έχει ρίζες στη λατινική λέξη "ire", που σημαίνει "πηγαίνω".