Η λέξη "idoneidad" είναι ουσιαστικό.
/ido.neiˈðað/
Η "idoneidad" αναφέρεται στην καταλληλότητα ή την ικανότητα κάποιου ατόμου ή πράγματος για συγκεκριμένο έργο ή συνθήκες. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συνήθως σε νομικά και επαγγελματικά κείμενα για να καθορίσει αν κάποιος πληροί τις απαιτούμενες προδιαγραφές ή κριτήρια. Στη χρήση της, η λέξη είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Η καταλληλότητα του υποψηφίου αξιολογήθηκε από την επιτροπή.
Es importante comprobar la idoneidad de los materiales antes de usarlos.
Η λέξη "idoneidad" δεν είναι τόσο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εμφανίζεται σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την αξιολόγηση.
Η καταλληλότητα για τη θέση είναι θεμελιώδης.
Se requiere una evaluación de idoneidad en cada contratación.
Είναι απαραίτητη μια αξιολόγηση καταλληλότητας σε κάθε πρόσληψη.
La idoneidad del programa se demuestra con resultados.
Η λέξη "idoneidad" προέρχεται από το λατινικό "idoneitas", το οποίο σημαίνει "καταλληλότητα" ή "κατάλληλη κατάσταση". Το λατινικό "idoneus" σημαίνει "ικανός" ή "κατάλληλος".
Συνώνυμα: - Aptitud (ικανότητα) - Capacidad (ικανότητα) - Idoneidad (καταλληλότητα)
Αντώνυμα: - Inidoneidad (ακαταλληλότητα) - Inaptitud (ακαταλληλία) - Incapacidad (ανικανότητα)