Η λέξη "ignominia" είναι ουσιαστικό.
/iɡ.noˈmi.nja/
Η λέξη "ignominia" αναφέρεται σε κατάσταση ή χαρακτήρα που προκαλεί ντροπή ή ατιμία, συνήθως σε νομικό ή ηθικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ιδέα της δημόσιας ταπείνωσης ή της απρέπειας. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις που περιλαμβάνουν είτε ηθικά είτε νομικά ζητήματα. Είναι λέξη που ενδέχεται να συναντήσετε κυρίως σε γραπτά κείμενα, όπως λογοτεχνία ή νομικά έγγραφα, παρά στον προφορικό λόγο.
Η ατιμία που αντιμετώπισε ο κατηγορούμενος ήταν αιτία σκανδάλου στην κοινότητα.
Al ser descubierto en sus fraudes, sintió la ignominia de haber traicionado su propio nombre.
Η λέξη "ignominia" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί μερικές φορές σε φράσεις που αναφέρονται σε αρνητικά χαρακτηριστικά ή σχόλια για τη γέννηση ντροπής.
Η ατιμία των πράξεών του τον καταδίωκε καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.
En su política, la ignominia es común entre aquellos que buscan el poder a cualquier costo.
Στην πολιτική του, η ατιμία είναι κοινή ανάμεσα σε εκείνους που αναζητούν την εξουσία με κάθε κόστος.
La ignominia fue el precio que pagó por sus malas decisiones.
Η λέξη "ignominia" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ignominia", η οποία συνδυάζει το "in-" (μη) και "nomen" (όνομα), πράγμα που υποδηλώνει ότι κάποιος δεν έχει όνομα ή αξιοπρέπεια.
Συνώνυμα: - deshonra (ατιμία) - vergüenza (ντροπή) - infamia (κατακραυγή)
Αντώνυμα: - honor (τιμή) - dignidad (αξιοπρέπεια) - respeto (σεβασμός)