Συνδυασμός των λέξεων "ignorancia" (αμάθεια) και "esencial" (ουσιώδης).
Φωνητική μεταγραφή:
iɣnoˈɾanθja esoˈθjal
Χρήση:
Η φράση "ignorancia esencial" χρησιμοποιείται στον κλάδο του νόμου για να υποδηλώσει την αναγνώριση της αμάθειας ως βασικό στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση μιας υπόθεσης.
Παραδειγματικές προτάσεις:
A pesar de su experiencia, demostró una ignorancia esencial en el caso.
La ley reconoce la existencia de la ignorancia esencial en determinadas circunstancias.
Ετυμολογία:
Η λέξη "ignorancia" προέρχεται από το λατινικό "ignorantia", ενώ η λέξη "esencial" προέρχεται από το λατινικό "essentialis".