Η λέξη "ignorante" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε άτομο που δεν έχει γνώση ή πληροφόρηση για κάποιο θέμα. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι αδαής ή ανέτοιμος να κατανοήσει μια κατάσταση λόγω έλλειψης μόρφωσης ή ενημέρωσης. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο σε πιο ουδέτερα ή αρνητικά πλαίσια.
Αυτός είναι αδαής σε θέματα επιστήμης.
No seas ignorante, infórmate sobre la situación.
Μην είσαι ανίδεος, ενημερώσου για την κατάσταση.
La ignorancia es una forma de ignorante actitud.
Η λέξη "ignorante" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, οι οποίες μπορούν να αποδώσουν διαφορετικούς τύπους γνώσης ή έλλειψης αυτής.
Μην είσαι αδαής για το τι συμβαίνει γύρω σου.
Siempre hay que aprender, nunca se debe ser ignorante.
Πάντα πρέπει να μαθαίνεις, ποτέ δεν πρέπει να είσαι αδαής.
La ignorancia no es excusa para el comportamiento, tienes que informarte.
Η άγνοια δεν είναι δικαιολογία για τη συμπεριφορά, πρέπει να ενημερωθείς.
El ignorante cree que sabe todo.
Ο αδαής πιστεύει ότι ξέρει τα πάντα.
Ser ignorante no es un delito, pero no esforzarse por aprender sí lo es.
Η λέξη "ignorante" προέρχεται από το λατινικό "ignorans", το οποίο σημαίνει "μη γνωρίζω", από το ρήμα "ignorare".
Inculto (χωρίς μόρφωση)
Αντώνυμα: