ilegal - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ilegal (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ιδιότητα (Adjetivo)

Φωνητική μεταγραφή

/ileˈɣal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "ilegal" αναφέρεται σε κάτι που δεν είναι σύμφωνο με το νόμο ή τις κανονιστικές διατάξεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικές και κοινωνικές συζητήσεις για να περιγράψει δραστηριότητες, συμπεριφορές ή καταστάσεις που παραβιάζουν τον νόμο. Η χρήση της είναι συχνή, κυρίως σε γραπτό κείμενο, αλλά και στην καθομιλουμένη.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Esta actividad es ilegal en nuestro país.
    (Αυτή η δραστηριότητα είναι παράνομη στη χώρα μας.)

  2. Las pruebas fueron obtenidas de manera ilegal.
    (Τα αποδεικτικά στοιχεία αποκτήθηκαν παράνομα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "ilegal"

Η λέξη "ilegal" συναντάται σε πολλούς ιδιωματικούς συνδυασμούς στην ισπανική γλώσσα.

  1. Dinero ilegal
    (Παράνομα χρήματα)
  2. El tráfico de dinero ilegal puede llevar a prisión.
    (Η διακίνηση παράνομου χρήματος μπορεί να οδηγήσει στη φυλακή.)

  3. Actividades ilegales
    (Παράνομες δραστηριότητες)

  4. Muchas personas son atrapadas realizando actividades ilegales.
    (Πολλοί άνθρωποι πιάνονται να ασχολούνται με παράνομες δραστηριότητες.)

  5. Inmigración ilegal
    (Παράνομη μετανάστευση)

  6. La inmigración ilegal es un problema que afecta a muchos países.
    (Η παράνομη μετανάστευση είναι ένα πρόβλημα που επηρεάζει πολλές χώρες.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "illegalis", όπου "in-" δηλώνει την άρνηση και "legalis" σημαίνει νόμιμος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - ilícito - contrario a la ley

Αντώνυμα: - legal - lícito



23-07-2024