Ιδιότητα (Adjetivo)
/ileˈɣal/
Η λέξη "ilegal" αναφέρεται σε κάτι που δεν είναι σύμφωνο με το νόμο ή τις κανονιστικές διατάξεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικές και κοινωνικές συζητήσεις για να περιγράψει δραστηριότητες, συμπεριφορές ή καταστάσεις που παραβιάζουν τον νόμο. Η χρήση της είναι συχνή, κυρίως σε γραπτό κείμενο, αλλά και στην καθομιλουμένη.
Esta actividad es ilegal en nuestro país.
(Αυτή η δραστηριότητα είναι παράνομη στη χώρα μας.)
Las pruebas fueron obtenidas de manera ilegal.
(Τα αποδεικτικά στοιχεία αποκτήθηκαν παράνομα.)
Η λέξη "ilegal" συναντάται σε πολλούς ιδιωματικούς συνδυασμούς στην ισπανική γλώσσα.
El tráfico de dinero ilegal puede llevar a prisión.
(Η διακίνηση παράνομου χρήματος μπορεί να οδηγήσει στη φυλακή.)
Actividades ilegales
(Παράνομες δραστηριότητες)
Muchas personas son atrapadas realizando actividades ilegales.
(Πολλοί άνθρωποι πιάνονται να ασχολούνται με παράνομες δραστηριότητες.)
Inmigración ilegal
(Παράνομη μετανάστευση)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "illegalis", όπου "in-" δηλώνει την άρνηση και "legalis" σημαίνει νόμιμος.
Συνώνυμα: - ilícito - contrario a la ley
Αντώνυμα: - legal - lícito