Η λέξη "ileso" είναι επίθετο.
/silɛso/
Η λέξη "ileso" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που δεν έχει υποστεί ζημιά ή τραυματισμό. Είναι συνηθισμένη σε νομικά κείμενα, ιατρική και καθημερινή γλώσσα, και χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και στο γραπτό πλαίσιο. Η συχνότητά της είναι αρκετά αυξημένη, ειδικά σε περιπτώσεις αναφορών σχετικά με ατυχήματα ή καταστάσεις που αφορούν την ασφάλεια των ατόμων.
Ο θιγμένος βγήκε άθικτος από τη σύγκρουση.
A pesar del incendió, la casa permaneció ilesa.
Η λέξη "ileso" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που τη χρησιμοποιούν, αλλά μπορεί να συναντήσετε φράσεις που σχετίζονται με την ασφάλεια ή την απουσία ζημιάς.
Βγήκε από την κατάσταση άθικτος.
A veces es un milagro salir ileso.
Η λέξη "ileso" προέρχεται από το λατινικό "ilex", που σημαίνει "άθικτος" ή "ανέπαφος". Η ρίζα αυτή σχετίζεται με την ιδέα της προστασίας ή της ακεραιότητας.
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια σφαιρική εικόνα της λέξης "ileso" και τη χρήση της στα Ισπανικά, αναδεικνύοντας τη σημασία και τις εφαρμογές της σε διάφορους τομείς.