Το "iluminar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "iluminar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ilu.miˈnar/.
Η λέξη "iluminar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση του να δίνει φως σε κάτι, είτε κυριολεκτικά (για παράδειγμα, να φωτίζει ένα δωμάτιο) είτε μεταφορικά (να διευκρινίζει ή να εξηγεί κάτι). Στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και μπορεί να βρεθεί και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο.
Είναι πιο κοινό να ακούγεται σε γραπτές μορφές όπως λογοτεχνία ή επιστημονικά κείμενα, αλλά χρησιμοποιείται και στην καθημερινή ομιλία.
Ο ήλιος φωτίζει το μονοπάτι.
Necesitamos iluminar esta habitación.
Χρειαζόμαστε να φωτίσουμε αυτό το δωμάτιο.
La explicación del maestro iluminó nuestras dudas.
Η λέξη "iluminar" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Φωτίζω τον ορίζοντα. (Μεταφορικά μπορεί να σημαίνει να φέρνω ελπίδα ή προοπτική.)
Iluminar con conocimiento.
Φωτίζω με γνώση. (Δηλώνει τον στόχο να δώσει γνώση ή πληροφόρηση σε κάποιον.)
No puedo iluminarte sobre ese asunto.
Δεν μπορώ να σε διαφωτίσω σχετικά με αυτό το θέμα. (Σημαίνει ότι δεν μπορεί να παρέχει πληροφορίες για κάτι.)
Iluminar la verdad.
Η λέξη "iluminar" προέρχεται από τα Λατινικά "illuminare," το οποίο σημαίνει "να φωτίσει." Η ρίζα "lum" που προέρχεται από το "lux" (φως) εδραιώνει τη σύνδεση με τη φωτεινότητα.
Συνώνυμα: - alumbrar (φωτίζω) - clarificar (διευκρινίζω)
Αντώνυμα: - oscurecer (σκοτίζω) - encubrir (κρύβω)