Ilusionado είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): /ilu.si.oˈnaðo/
Η λέξη ilusionado χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ενθουσιασμένος ή γεμάτος ελπίδα για κάτι, συχνά όταν αναμένει κάτι καλό ή έχει υψηλές προσδοκίες. Συνήθως χρησιμοποιείται και στις δύο γλωσσικές μορφές, προφορικά και γραπτά, ωστόσο είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, καθώς οι άνθρωποι εκφράζουν συναισθήματα πιο ευθέως στην ομιλία.
Estoy muy ilusionado con el nuevo proyecto.
(Είμαι πολύ ενθουσιασμένος με το νέο έργο.)
Ella se siente ilusionada por el viaje que va a hacer.
(Αυτή αισθάνεται ενθουσιασμένη για το ταξίδι που πρόκειται να κάνει.)
Η λέξη ilusionado χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Estoy ilusionado de que todo saldrá bien.
(Είμαι ενθουσιασμένος ότι όλα θα πάνε καλά.)
El niño está ilusionado con la llegada de los regalos.
(Το παιδί είναι ενθουσιασμένο με την άφιξη των δώρων.)
Me siento ilusionado por el futuro que tengo por delante.
(Νιώθω ενθουσιασμένος για το μέλλον που έχω μπροστά μου.)
Estar ilusionado es fundamental para disfrutar la vida.
(Να είσαι ενθουσιασμένος είναι θεμελιώδες για να απολαμβάνεις τη ζωή.)
Ella está ilusionada con su nueva casa.
(Αυτή είναι ενθουσιασμένη με το νέο της σπίτι.)
Η λέξη ilusionado προέρχεται από το ρήμα ilusionar, που σημαίνει "να ενθουσιάσει" ή "να γεμίσει κάποιον με ελπίδες". Συνδέεται με τον λατινικό όρο "illusionare", που έχει παρόμοια σημασία.