Το "ilusionar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή του "ilusionar": [iluθjoˈnaɾ]
Το "ilusionar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να ενθουσιάζεις ή να δημιουργείς μια θετική προσδοκία ή ελπίδα σε κάποιον. Στα ισπανικά, η λέξη έχει θετική χροιά και χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώνει την προετοιμασία ή την αναμονή για κάτι καλό που αναμένεται να συμβεί. Χρησιμοποιείται αρκετά και στους προφορικούς και γραπτούς λόγους.
La sorpresa de su llegada me ilusionó mucho.
(Η έκπληξη της άφιξής του μου έφερε πολλή χαρά.)
Siempre intento ilusionar a mis hijos con cuentos.
(Πάντα προσπαθώ να ενθουσιάσω τα παιδιά μου με παραμύθια.)
Ten cuidado, no quiero ilusionarte demasiado.
(Πρόσεξε, δεν θέλω να σε ενθουσιάσω πολύ.)
Το "ilusionar" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Voy a ilusionar a Juan con una fiesta sorpresa.
(Θα ενθουσιάσω τον Χουάν με μια έκπληξη πάρτι.)
No hay que ilusionarse demasiado
(Δεν πρέπει να ενθουσιαζόμαστε υπερβολικά)
Siempre digo que no hay que ilusionarse demasiado con los resultados.
(Πάντα λέω ότι δεν πρέπει να ενθουσιαζόμαστε υπερβολικά με τα αποτελέσματα.)
Ilusionarse por algo
(Να ενθουσιαστείς για κάτι)
Me ilusioné por el viaje, pero al final no fue posible.
(Ενθουσιάστηκα για το ταξίδι, αλλά τελικά δεν ήταν δυνατό.)
Ilusionar es parte de la vida
(Ο ενθουσιασμός είναι μέρος της ζωής)
Η λέξη "ilusionar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "illusionare," που σημαίνει "να διαμορφώνεις ψευδαισθήσεις."
Συνώνυμα: - emocionar (να συγκινείς) - entusiasmar (να ενθουσιάσεις)
Αντώνυμα: - desilusionar (να απογοητεύσεις) - desanimar (να αποθαρρύνεις)