Η λέξη "ilustrado" είναι επιθανάματο.
Φωνητική μεταγραφή: [ilu'stɾaðo]
Η λέξη "ilustrado" αναφέρεται συνήθως σε ένα άτομο που έχει μόρφωση ή είναι καλλιεργημένο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι γνωστός για τη διακεκριμένη του γνώση ή τον πολιτισμό του. Στη γλώσσα των Ισπανών, μπορεί να αναφέρεται επίσης σε έργα τέχνης ή λογοτεχνίας που έχουν εικονογραφηθεί ή εμπλουτιστεί.
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Η λέξη χρησιμοποιείται σε καθημερινές συνομιλίες αλλά και σε ακαδημαϊκά κείμενα. Αυτό το δείχνει και η συχνότητα εμφάνισης, με περισσότερη χρήση καθώς αφορά την παιδεία και την κουλτούρα.
El libro está ilustrado con hermosas imágenes.
Το βιβλίο είναι εικονογραφημένο με όμορφες εικόνες.
Es un hombre ilustrado, con conocimientos en muchas áreas.
Είναι ένας μορφωμένος άντρας, με γνώσεις σε πολλές περιοχές.
La exposición presenta obras de artistas ilustrados.
Η έκθεση παρουσιάζει έργα καλλιτεχνών που είναι εικονογραφημένοι.
Este político se considera un hombre ilustrado por sus estudios.
Αυτός ο πολιτικός θεωρεί τον εαυτό του μορφωμένο λόγω των σπουδών του.
Tener una mente ilustrada
Να έχεις μια μορφωμένη νοοτροπία.
Los filósofos suelen tener una mente ilustrada que contribuye a su trabajo.
Οι φιλόσοφοι συνήθως έχουν μια μορφωμένη νοοτροπία που συμβάλλει στη δουλειά τους.
Ser un ilustrado del siglo XXI
Να είσαι ένα μορφωμένο άτομο του 21ου αιώνα.
Η λέξη "ilustrado" προέρχεται από το λατινικό "illustratus", που σημαίνει "φωτισμένος" ή "εξεγερμένος". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει όχι μόνο την εκπαίδευση, αλλά και τη φωτισμένη σκέψη.
Συνώνυμα: - Culto (μορφωμένος) - Sabio (σοφός)
Αντώνυμα: - Ignorante (αγνωστικιστής ή αμόρφωτος) - Inmaduro (ανώριμος)