Imaginativo είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "imaginativo" με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /imaɣiˈna.ti.βo/.
Η λέξη imaginativo σημαίνει το άτομο που έχει πλούσια φαντασία ή είναι ικανό να δημιουργεί νέες ιδέες και έννοιες. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα, έργα τέχνης ή ιδέες που είναι καινοτόμες και πρωτότυπες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Συχνά χρησιμοποιείται σε εκπαιδευτικά και καλλιτεχνικά συμφραζόμενα.
El niño es muy imaginativo y siempre inventa historias.
(Το παιδί είναι πολύ φανταστικό και πάντα επινοεί ιστορίες.)
Necesitamos un plan imaginativo para el próximo proyecto.
(Χρειαζόμαστε ένα δημιουργικό σχέδιο για το επόμενο έργο.)
Su obra de arte es imaginativa y única.
(Το έργο τέχνης του είναι φανταστικό και μοναδικό.)
Η λέξη imaginativo χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Ser muy imaginativo - Να είσαι πολύ φανταστικός.
Es un escritor muy imaginativo, capaz de crear mundos fantásticos.
(Είναι πολύ φανταστικός συγγραφέας, ικανός να δημιουργεί φανταστικούς κόσμους.)
Tener una mente imaginativa - Να έχεις μία φανταστική σκέψη.
Ella tiene una mente imaginativa que le ayuda en su trabajo de diseño.
(Έχει μία φανταστική σκέψη που την βοηθά στη δουλειά του σχεδιασμού.)
Ser un pensador imaginativo - Να είσαι φανταστικός στοχαστής.
El filósofo fue un pensador imaginativo que desafió las ideas convencionales.
(Ο φιλόσοφος ήταν φανταστικός στοχαστής που αμφισβήτησε τις συμβατικές ιδέες.)
Las ideas más imaginativas - Οι πιο φανταστικές ιδέες.
Las ideas más imaginativas surgen durante la colaboración en grupo.
(Οι πιο φανταστικές ιδέες προκύπτουν κατά τη συνεργασία σε ομάδες.)
Η λέξη imaginativo προέρχεται από το λατινικό "imaginativus", το οποίο αναφέρεται στη δυνατότητα δημιουργίας εικόνων ή ιδεών στη φαντασία.
Συνώνυμα: - Creativo (δημιουργικός) - Inventivo (εφευρετικός)
Αντώνυμα: - Poco imaginativo (λίγο φανταστικός) - Rutinario (ρουτινιακός)