imbuir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

imbuir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μετα transcription

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "imbuir" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία ένα άτομο ή ένα πράγμα εισάγει, εγχέει ή εμπνέει μια συγκεκριμένη ιδέα, αίσθηση ή ποιότητα σε κάποιον άλλον. Είναι λιγότερο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο και πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, κυρίως στον τομέα της λογοτεχνίας ή της φιλοσοφίας.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La maestra supo imbuir el amor por la lectura en sus alumnos.
    (Η δασκάλα ήξερε πώς να εμφυσήσει την αγάπη για την ανάγνωση στους μαθητές της.)

  2. Es importante imbuir valores en los niños desde una edad temprana.
    (Είναι σημαντικό να ενσταλάζουμε αξίες στα παιδιά από μικρή ηλικία.)

  3. El escritor logra imbuir su historia con un profundo sentido de melancolía.
    (Ο συγγραφέας καταφέρνει να εγχύσει την ιστορία του με μια βαθιά αίσθηση μελαγχολίας.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "imbuir" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες φράσεις που εκφράζουν την ιδέα της έμπνευσης ή της εισαγωγής μιας ποιότητας. Ακολουθούν μερικές παραδειγματικές προτάσεις:

  1. Imbuir a alguien de confianza es clave para el trabajo en equipo.
    (Η έγχυση εμπιστοσύνης σε κάποιον είναι το κλειδί για την ομαδική εργασία.)

  2. Necesitamos imbibir el espíritu de comunidad en nuestro barrio.
    (Πρέπει να εμφυσήσουμε το πνεύμα της κοινότητας στη γειτονιά μας.)

  3. El arte puede imbuir un sentido de paz en la vida de las personas.
    (Η τέχνη μπορεί να εγχύσει μια αίσθηση ειρήνης στη ζωή των ανθρώπων.)

Ετυμολογία

Η λέξη "imbuir" προέρχεται από το λατινικό "imbuere", που σημαίνει "να βάλεις μέσα, να εισάγεις". Αυτή η ρίζα την συνδέει με την έννοια της εγχύσεως ή της εισαγωγής μίας ιδέας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024