Το "imitar" είναι ρήμα.
/i.miˈtaɾ/
Το "imitar" σημαίνει την πράξη της μίμησης ή της αναπαραγωγής κάτι ή κάποιου άλλου. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται σε ποικιλία συμφραζομένων, κυρίως για να δηλώσει την ικανότητα κάποιου να μιμείται τις ενέργειες, τις κινήσεις ή τους τρόπους άλλων ανθρώπων, ζώων ή καταστάσεων. Η χρήση του είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερο σε προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτό πλαίσιο.
Ella puede imitar la voz de su cantante favorito.
Αυτή μπορεί να μιμηθεί τη φωνή του αγαπημένου της τραγουδιστή.
Los niños suelen imitar a sus padres en sus juegos.
Τα παιδιά συνήθως μιμούνται τους γονείς τους στα παιχνίδια τους.
El actor imita a muchos personajes famosos.
Ο ηθοποιός μιμείται πολλούς διάσημους χαρακτήρες.
Το "imitar" είναι παρών σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, που συχνά εκφράζουν την έννοια της μίμησης σε διάφορα πλαίσια.
Imitar el comportamiento de alguien.
Να μιμηθείς τη συμπεριφορά κάποιου.
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος μιμείται τις κινήσεις ή τη στάση κάποιου άλλου.
No hay que imitar a los demás.
Δεν πρέπει να μιμείσαι τους άλλους.
Μια προτροπή να είμαστε αυθεντικοί και να μην μιμούμαστε τους γύρω μας.
Imitar es una forma de aprender.
Η μίμηση είναι ένας τρόπος εκμάθησης.
Δηλώνει την ιδέα ότι η μίμηση μπορεί να είναι ωφέλιμη στην απόκτηση γνώσεων ή δεξιοτήτων.
A veces, imitar es un homenaje.
Κάποιες φορές, η μίμηση είναι μια τιμή.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει πως η μίμηση μπορεί να είναι εκδήλωση σεβασμού ή θαυμασμού.
Το "imitar" προέρχεται από το λατινικό "imitari", που σημαίνει "να μιμούμαι". Η ρίζα του συνδέεται με την έννοια της μίμησης ή της αναπαραγωγής.
Συνώνυμα:
- copiar (αντιγράφω)
- reproducir (αναπαράγω)
Αντώνυμα:
- innovar (καινοτομώ)
- diferenciar (διαφοροποιώ)