Η λέξη "impaciencia" είναι ουσία (noun).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /im.paˈθjen.θja/
Η λέξη "impaciencia" αναφέρεται στην κατάσταση ή την αίσθηση της ανυπομονησίας ή της αδυναμίας να περιμένει κανείς κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει την κούραση ή την ανησυχία που προκαλεί η αναμονή, είτε σε προφορικό είτε σε γραπτό λόγο.
Η χρήση της είναι συχνή στην καθημερινή γλώσσα και μπορεί να εμφανίζεται σε ποικιλία καταστάσεων, όπως σε κοινωνικές συνομιλίες ή σε λογοτεχνικά κείμενα.
Η Φρανθούδη περιμένει την απάντηση με ανυπομονησία.
La impaciencia de los niños aumentaba mientras esperaban el comienzo de la película.
Η ανυπομονησία των παιδιών αυξανόταν καθώς περίμεναν την αρχή της ταινίας.
No puedo ocultar mi impaciencia por empezar el nuevo proyecto.
Η λέξη "impaciencia" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Παρακάτω ακολουθούν μερικές εκφράσεις και προτάσεις:
Πάντα έχω ανυπομονησία για τις διακοπές.
Lidiar con la impaciencia.
Είναι δύσκολο να αντιμετωπίσεις την ανυπομονησία όταν περιμένεις κάτι σημαντικό.
Perder la impaciencia.
Η λέξη προέρχεται από τα λατινικά "impatiens", το οποίο σημαίνει "μη μπορώντας να υποφέρει", και από το πρόθεμα "in-" που υποδηλώνει άρνηση.
Συνώνυμα: - ansiedad (άγχος) - desasosiego (άβολο συναίσθημα)
Αντώνυμα: - paciencia (υπομονή) - tranquilidad (ηρεμία)
Αυτές οι λεπτομέρειες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "impaciencia" και της σημασίας της στη γλώσσα Ισπανικά.