impaciente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

impaciente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "impaciente" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "impaciente" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /im.pa.θiˈente/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "impaciente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που δεν είναι ικανός να περιμένει, δηλαδή, που έχει δυσκολία να ασκήσει υπομονή. Είναι συχνά σχετική με καταστάσεις όπου οι άνθρωποι περιμένουν για κάτι, είτε είναι γεγονότα είτε αποτελέσματα.

Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Είναι μια κοινώς χρησιμοποιούμενη λέξη στην καθημερινή ομιλία, καθώς αναφέρεται σε συναισθήματα και αντιδράσεις που είναι φυσικά για τους ανθρώπους. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. Soy impaciente cuando espero el autobús.
    (Είμαι ανυπόμονη όταν περιμένω το λεωφορείο.)

  2. Ella es impaciente con sus tareas.
    (Αυτή είναι ανυπόμονη με τα καθήκοντά της.)

  3. Los niños son a menudo impacientes antes de Navidad.
    (Τα παιδιά συνήθως είναι ανυπόμονα πριν από τα Χριστούγεννα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "impaciente" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Estar impaciente por algo.
    (Να είσαι ανυπόμονη για κάτι.)
    Ejemplo: Estoy impaciente por mis vacaciones.
    (Είμαι ανυπόμονη για τις διακοπές μου.)

  2. Ser impaciente como un niño.
    (Να είσαι ανυπόμονη σαν ένα παιδί.)
    Ejemplo: A veces, en la fila del banco, soy impaciente como un niño.
    (Κάποιες φορές, στη σειρά της τράπεζας, είμαι ανυπόμονη σαν ένα παιδί.)

  3. No seas impaciente.
    (Μην είσαι ανυπόμονη.)
    Ejemplo: No seas impaciente, todo llega a su tiempo.
    (Μην είσαι ανυπόμονη, όλα έρχονται στην ώρα τους.)

  4. Tener paciencia con los impacientes.
    (Έχω υπομονή με τους ανυπόμονους.)
    Ejemplo: Es difícil tener paciencia con los impacientes en el tráfico.
    (Είναι δύσκολο να έχω υπομονή με τους ανυπόμονους στην κυκλοφορία.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "impatiens", που σημαίνει "αδυνατώ να ανεχτώ" ή "ανυπόμονος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - ansioso (αγχωμένος) - inquieto (ανήσυχος)

Αντώνυμα: - paciente (υπομονετικός) - tranquilo (ήρεμος)



23-07-2024