Η λέξη "impacto" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή στα διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /imˈpak.to/
Η λέξη "impacto" αναφέρεται σε οποιονδήποτε τύπο επίδρασης ή χτυπήματος που μπορεί να συμβεί σε ένα αντικείμενο ή σε ένα άτομο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η ιατρική (όταν αναφέρεται σε επιδράσεις σε υγεία), η φυσική (σχετικά με κρούσεις ή δυνάμεις) και γενικώς στο καθημερινό λεξιλόγιο για να περιγράψει σημαντικές αλλαγές ή συνέπειες. Αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και προφορικά, είναι πιο συχνά εμφανές στο γραπτό λόγο, ιδίως σε επιστημονικά και δημοσιογραφικά κείμενα.
El impacto del cambio climático es evidente.
Ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής είναι εμφανής.
El médico estudió el impacto del medicamento en sus pacientes.
Ο γιατρός μελέτησε την επίδραση του φαρμάκου στους ασθενείς του.
El impacto de la pandemia en la economía fue devastador.
Ο αντίκτυπος της πανδημίας στην οικονομία ήταν καταστροφικός.
Η λέξη "impacto" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Causar un impacto.
Να προκαλέσει ένα αντίκτυπο.
Esta noticia causó un impacto en la comunidad.
Αυτή η είδηση προκάλεσε έναν αντίκτυπο στην κοινότητα.
Tener impacto.
Να έχει επίδραση.
La reforma educativa tendrá un gran impacto en los estudiantes.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θα έχει μεγάλη επίδραση στους μαθητές.
Impacto visual.
Οπτικός αντίκτυπος.
El diseño del nuevo edificio tiene un gran impacto visual.
Ο σχεδιασμός του νέου κτηρίου έχει ένα μεγάλο οπτικό αντίκτυπο.
Η λέξη "impacto" προέρχεται από το λατινικό "impactus", που σημαίνει "χτύπημα" ή "κρουστική δύναμη".
Συνώνυμα: - efecto (επίδραση) - consecuencia (συνέπεια) - repercusión (ανατροπή)
Αντώνυμα: - tranquilidad (ησυχία) - calma (ηρεμία) - paz (ειρήνη)