Το "impar" είναι επίθετο.
[imˈpaɾ]
Η λέξη "impar" στα Ισπανικά σημαίνει κάτι που δεν μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ίσα μέρη, δηλαδή έναν αριθμό που είναι περιττός. Συνήθως χρησιμοποιείται σε μαθηματικά και γενικά σε προγράμματα ή περιγραφές που απαιτούν διαχωρισμό ή συμμετρία. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε προφορικό λόγο.
"Tres es un número impar."
(Το τρία είναι ένας περιττός αριθμός.)
"En una partida de cartas, si hay un número impar de jugadores, uno se queda sin pareja."
(Σε ένα παιχνίδι με κάρτες, αν υπάρχει ένας περιττός αριθμός παικτών, κάποιος μένει χωρίς σύντροφο.)
"La suma de dos números impares siempre da un número par."
(Το άθροισμα δύο περιττών αριθμών δίνει πάντα έναν ζυγό αριθμό.)
Η λέξη "impar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε δημιουργικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις:
"Es un amigo impar."
(Είναι ένας μοναδικός φίλος.) – Αναφέρεται σε κάποιον με ιδιαίτερες ή ασυνήθιστες ιδιότητες.
"Tener un pensamiento impar."
(Να έχεις μία ασυνήθιστη άποψη.) – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον με καινοτόμες ή μη συμβατικές ιδέες.
"La vida es una serie de eventos impares."
(Η ζωή είναι μια σειρά από περιττά γεγονότα.) – Μια μεταφορά για την ασυνήθιστη φύση των γεγονότων στη ζωή.
Η λέξη "impar" προέρχεται από το λατινικό "imparis", που σημαίνει "μη ίσος".
Συνώνυμα: - desigual (ανίσιος) - asimétrico (ασύμμετρος)
Αντώνυμα: - par (ζυγός) - igual (ίσος)