Η λέξη "imparcial" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /im.paɾˈθjal/
Η λέξη "imparcial" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να δηλώσει κάτι που είναι δίκαιο, χωρίς προκαταλήψεις ή αδικίες. Συχνά σχετίζεται με τη δικαιοσύνη, τα μέσα ενημέρωσης και την κριτική σκέψη. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί η συχνότητα να είναι μεγαλύτερη σε νομικά και επίσημα κείμενα.
Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που παραμένει ουδέτερο ή δεν παίρνει πλευρές σε μια διαμάχη, είτε αυτή είναι νομική είτε κοινωνική.
Ο δικαστής πάντα έχει δείξει αμεροληψία στις αποφάσεις του.
Es importante que los medios de comunicación sean imparciales para informar adecuadamente a la sociedad.
Είναι σημαντικό τα μέσα ενημέρωσης να είναι αμερόληπτα ώστε να ενημερώνουν σωστά την κοινωνία.
Un buen árbitro debe ser imparcial durante el partido.
"Η αμεροληψία είναι κλειδί για μια υγιή δημοκρατία."
"Un informe imparcial puede cambiar la opinión pública."
"Ένα αμερόληπτο ρεπορτάζ μπορεί να αλλάξει τη δημόσια γνώμη."
"La imparcialidad en la justicia es esencial para la confianza en el sistema."
"Η αμεροληψία στη δικαιοσύνη είναι ουσιώδης για την εμπιστοσύνη στο σύστημα."
"Es difícil mantenerse imparcial cuando hay emociones de por medio."
"Είναι δύσκολο να παραμείνεις αμερόληπτος όταν υπάρχουν συναισθήματα εμπλεκόμενα."
"Los analistas deben ser imparciales al evaluar las estadísticas."
Η λέξη "imparcial" προέρχεται από τον λατινικό όρο "impartialis", ο οποίος αποτελείται από το πρόθεμα "in-" και τη λέξη "partialis", που σημαίνει "μερικός" ή "μεροληπτικός". Έτσι, το "imparcial" μεταφράζεται κυριολεκτικά σε "όχι μεροληπτικός".
Συνώνυμα: - Objetivo (αντικειμενικός) - Neutral (ουδέτερος) - Justo (δίκαιος)
Αντώνυμα: - Parcial (μερικός, μεροληπτικός) - Sesgado (στραβωμένος, κατευθυνόμενος) - Injusto (άδικος)