imparcial - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

imparcial (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "imparcial" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /im.paɾˈθjal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "imparcial" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να δηλώσει κάτι που είναι δίκαιο, χωρίς προκαταλήψεις ή αδικίες. Συχνά σχετίζεται με τη δικαιοσύνη, τα μέσα ενημέρωσης και την κριτική σκέψη. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί η συχνότητα να είναι μεγαλύτερη σε νομικά και επίσημα κείμενα.

Χρήση στη γλώσσα

Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που παραμένει ουδέτερο ή δεν παίρνει πλευρές σε μια διαμάχη, είτε αυτή είναι νομική είτε κοινωνική.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. El juez siempre se ha mostrado imparcial en sus decisiones.
  2. Ο δικαστής πάντα έχει δείξει αμεροληψία στις αποφάσεις του.

  3. Es importante que los medios de comunicación sean imparciales para informar adecuadamente a la sociedad.

  4. Είναι σημαντικό τα μέσα ενημέρωσης να είναι αμερόληπτα ώστε να ενημερώνουν σωστά την κοινωνία.

  5. Un buen árbitro debe ser imparcial durante el partido.

  6. Ένας καλός διαιτητής πρέπει να είναι αμερόληπτος κατά τη διάρκεια του αγώνα.

Ιδιδωτικές εκφράσεις με τη λέξη "imparcial"

  1. "Ser imparcial es clave para una democracia saludable."
  2. "Η αμεροληψία είναι κλειδί για μια υγιή δημοκρατία."

  3. "Un informe imparcial puede cambiar la opinión pública."

  4. "Ένα αμερόληπτο ρεπορτάζ μπορεί να αλλάξει τη δημόσια γνώμη."

  5. "La imparcialidad en la justicia es esencial para la confianza en el sistema."

  6. "Η αμεροληψία στη δικαιοσύνη είναι ουσιώδης για την εμπιστοσύνη στο σύστημα."

  7. "Es difícil mantenerse imparcial cuando hay emociones de por medio."

  8. "Είναι δύσκολο να παραμείνεις αμερόληπτος όταν υπάρχουν συναισθήματα εμπλεκόμενα."

  9. "Los analistas deben ser imparciales al evaluar las estadísticas."

  10. "Οι αναλυτές πρέπει να είναι αμερόληπτοι όταν αξιολογούν τις στατιστικές."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "imparcial" προέρχεται από τον λατινικό όρο "impartialis", ο οποίος αποτελείται από το πρόθεμα "in-" και τη λέξη "partialis", που σημαίνει "μερικός" ή "μεροληπτικός". Έτσι, το "imparcial" μεταφράζεται κυριολεκτικά σε "όχι μεροληπτικός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Objetivo (αντικειμενικός) - Neutral (ουδέτερος) - Justo (δίκαιος)

Αντώνυμα: - Parcial (μερικός, μεροληπτικός) - Sesgado (στραβωμένος, κατευθυνόμενος) - Injusto (άδικος)



23-07-2024