impartir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

impartir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Το "impartir" είναι ρήμα.

Φωνητική Μεταγραφή

Φωνητική Μεταγραφή: /im.paɾˈtiɾ/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "impartir" σημαίνει να μεταδώσω, να παρέχω ή να διδάξω κάτι, συχνά με αναφορά σε γνώσεις ή πληροφορίες. Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται συχνά σε ακαδημαϊκά και νομικά πλαίσια. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. El profesor va a impartir una clase sobre derecho internacional.
  2. Ο καθηγητής θα διδάξει ένα μάθημα για το διεθνές δίκαιο.

  3. La universidad impartirá un taller sobre habilidades de liderazgo.

  4. Το πανεπιστήμιο θα παρέχει ένα σεμινάριο για τις ηγετικές ικανότητες.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Το "impartir" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με ορισμένες φράσεις που δείχνουν τη διαδικασία ή τις συνθήκες της διδασκαλίας ή της μεταφοράς γνώσεων.

  1. Impartir justicia.
  2. Να αποδώσει δικαιοσύνη.
  3. Χρησιμοποιείται με την έννοια της εφαρμογής του νόμου και της δικαιοσύνης σε μια κατάσταση.

  4. Impartir conocimiento.

  5. Να μεταδώσει γνώση.
  6. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία μεταφοράς γνώσεων μεταξύ του δασκάλου και των μαθητών.

  7. Impartir una lección.

  8. Να δώσει ένα μάθημα.
  9. Αναφέρεται στην πράξη διδασκαλίας σε άλλους.

Ετυμολογία

Η λέξη "impartir" προέρχεται από το λατινικό "impartire", που σημαίνει «να διανείμετε» ή «να δώσετε». Η ρίζα "parte" συνδέεται με τη διανομή ή το κομμάτι.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Transmitir (μεταδίδω) - Proveer (παρέχω) - Enseñar (διδάσκω)

Αντώνυμα: - Retener (κατακρατώ) - Ocultar (κρύβω) - Negar (αρνούμαι)



22-07-2024