Το "impartir" είναι ρήμα.
Φωνητική Μεταγραφή: /im.paɾˈtiɾ/
Η λέξη "impartir" σημαίνει να μεταδώσω, να παρέχω ή να διδάξω κάτι, συχνά με αναφορά σε γνώσεις ή πληροφορίες. Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται συχνά σε ακαδημαϊκά και νομικά πλαίσια. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ο καθηγητής θα διδάξει ένα μάθημα για το διεθνές δίκαιο.
La universidad impartirá un taller sobre habilidades de liderazgo.
Το "impartir" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με ορισμένες φράσεις που δείχνουν τη διαδικασία ή τις συνθήκες της διδασκαλίας ή της μεταφοράς γνώσεων.
Χρησιμοποιείται με την έννοια της εφαρμογής του νόμου και της δικαιοσύνης σε μια κατάσταση.
Impartir conocimiento.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία μεταφοράς γνώσεων μεταξύ του δασκάλου και των μαθητών.
Impartir una lección.
Η λέξη "impartir" προέρχεται από το λατινικό "impartire", που σημαίνει «να διανείμετε» ή «να δώσετε». Η ρίζα "parte" συνδέεται με τη διανομή ή το κομμάτι.
Συνώνυμα: - Transmitir (μεταδίδω) - Proveer (παρέχω) - Enseñar (διδάσκω)
Αντώνυμα: - Retener (κατακρατώ) - Ocultar (κρύβω) - Negar (αρνούμαι)