Η λέξη «impasible» είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα Ισπανικά είναι: /im.paˈsi.βle/.
Η λέξη «impasible» αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που δεν έχει συναισθηματική αντίδραση, που παραμένει ήρεμος και αδιάφορος, ανεξάρτητα από τις καταστάσεις γύρω του. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που δεν εκδηλώνουν συναισθήματα ή αντιδράσεις, είτε σε στρεσογόνες είτε σε συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις. Είναι μια λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συναντάται πιο συχνά σε γραπτές μορφές.
A pesar del caos en la sala, él se mantuvo impasible.
Παρά την αναταραχή στην αίθουσα, αυτός παρέμεινε αδιάφορος.
Su rostro impasible no reveló sus verdaderos sentimientos.
Το ανέκφραστο πρόσωπό του δεν αποκάλυψε τα αληθινά του συναισθήματα.
Η λέξη «impasible» χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Mantenerse impasible ante la adversidad
Να παραμείνεις ανέκφραστος μπροστά στις αντιξοότητες.
(Σημαίνει να μην επιτρέπεις στις δύσκολες καταστάσεις να σε επηρεάζουν.)
Ser impasible como una roca
Είμαι αδιάφορος σαν μία πέτρα.
(Σημαίνει να παραμένεις απαθής και αμετάβλητος σε όλες τις συνθήκες.)
Impasible frente a las críticas
Αδιάφορος μπροστά στις κριτικές.
(Σημαίνει να μην επηρεάζεσαι από την αρνητική κριτική.)
Η λέξη «impasible» προέρχεται από τα ισπανικά και είναι σύνθετη από το πρόθεμα «im-» (που δηλώνει άρνηση) και την ρίζα «pasible» (που προέρχεται από το λατινικό "pati", που σημαίνει υποφέρω ή ανεχτώ). Έτσι, «impasible» σημαίνει «κανείς που δεν υποφέρει» ή «κανείς που δεν επιτρέπει στα συναισθήματα να του επιδρούν».
Συνώνυμα:
- Indiferente
- Frío
- Inalterable
Αντώνυμα:
- Emocional
- Expresivo
- Sensible