Impecable είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "impecable" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι:
/im.peˈka.βle/
Η λέξη impecable χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι χωρίς λάθη ή ατέλειες, τέλειο. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτές ή επίσημες επικοινωνίες.
El servicio en el restaurante fue impecable.
(Η εξυπηρέτηση στο εστιατόριο ήταν αψεγάδιαστη.)
Su presentación fue impecable.
(Η παρουσίασή του ήταν τέλεια.)
Η λέξη impecable δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις που αναφέρονται στην ατέλεια ή την ποιότητα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Tienes que hacer un trabajo impecable para sorprender al profesor.
(Πρέπει να κάνεις μια αψεγάδιαστη εργασία για να εκπλήξεις τον καθηγητή.)
Su estilo de vida es impecable, siempre cuida los detalles.
(Ο τρόπος ζωής του είναι αψεγάδιαστος, πάντα προσέχει τις λεπτομέρειες.)
El vestido que eligió era impecable y le quedaba perfectamente.
(Το φόρεμα που διάλεξε ήταν αψεγάδιαστο και της ταίριαζε τέλεια.)
Η λέξη impecable προέρχεται από τα λατινικά. Πιο συγκεκριμένα, προέρχεται από το "impeccabilis", το οποίο σημαίνει "ο οποίος δεν έχει ατέλειες" (im-: πρόθεμα που σημαίνει "όχι" + peccare: "κάνω λάθος").