impedido - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

impedido (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "impedido" είναι επίθημα (adjetivo) και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό (sustantivo) όταν αναφέρεται σε άτομο με αναπηρία.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή της λέξης "impedido" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /im.peˈði.ðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "impedido" σημαίνει "εμποδισμένος" ή "αναπηρημένος". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που δεν μπορεί να λειτουργήσει κανονικά ή είναι σε κατάσταση περιορισμού. Συχνά χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Σημειώνεται ότι είναι συχνά σε χρήση σε νομικά κείμενα ή σε περιγράμματα σχετικά με αναπηρίες.

Παραδειγματικές προτάσεις

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "impedido" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή στις ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις:

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "impedido" προέρχεται από το ρήμα "impedir", που σημαίνει "να εμποδίσει". Το "impedir" προέρχεται από το λατινικό "impedīre", που σημαίνει "να εμποδίσει" ή "να κρατήσει πίσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Limitado - Obstaculizado - Incapacitado

Αντώνυμα: - Libero - Desimpedido - Hábil



23-07-2024