Η λέξη "impedido" είναι επίθημα (adjetivo) και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό (sustantivo) όταν αναφέρεται σε άτομο με αναπηρία.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "impedido" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /im.peˈði.ðo/
Η λέξη "impedido" σημαίνει "εμποδισμένος" ή "αναπηρημένος". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που δεν μπορεί να λειτουργήσει κανονικά ή είναι σε κατάσταση περιορισμού. Συχνά χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Σημειώνεται ότι είναι συχνά σε χρήση σε νομικά κείμενα ή σε περιγράμματα σχετικά με αναπηρίες.
Το άτομο που είναι εμποδισμένο χρειάζεται βοήθεια για να μετακινηθεί.
Él se siente impedido por su condición física.
Αισθάνεται εμποδισμένος λόγω της φυσικής του κατάστασης.
Al ser impedido, no puede participar en muchas actividades.
Η λέξη "impedido" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή στις ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις:
Δεν θέλω να αισθάνομαι εμποδισμένος από τους φόβους μου.
La burocracia a veces puede ser un impedido.
Η γραφειοκρατία μερικές φορές μπορεί να είναι ένα εμπόδιο.
Cada día me esfuerzo para no estar impedido por las circunstancias.
Κάθε μέρα προσπαθώ να μην είμαι εμποδισμένος από τις περιστάσεις.
A veces, la falta de recursos es un impedido para el progreso.
Η λέξη "impedido" προέρχεται από το ρήμα "impedir", που σημαίνει "να εμποδίσει". Το "impedir" προέρχεται από το λατινικό "impedīre", που σημαίνει "να εμποδίσει" ή "να κρατήσει πίσω".
Συνώνυμα: - Limitado - Obstaculizado - Incapacitado
Αντώνυμα: - Libero - Desimpedido - Hábil