Η λέξη "impedimento" είναι ουσιαστικό.
/impediˈmento/
Η λέξη "impedimento" αναφέρεται σε οποιοδήποτε στοιχείο που περιορίζει ή εμποδίζει την ενεργοποίηση, πρόοδο ή λειτουργία κάποιου πράγματος. Χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις για να εκφράσει νομικές ή διοικητικές αιτίες αναστολής. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο από ότι στον προφορικό λόγο.
"Το εμπόδιο για την ολοκλήρωση του έργου ήταν η έλλειψη χρηματοδότησης."
"Ante un impedimento legal, el contrato no pudo ser firmado."
Η λέξη "impedimento" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως που σχετίζονται με εμπόδια ή ανασταλτικές συνθήκες.
"Δεν υπάρχει εμπόδιο που να μην μπορούμε να ξεπεράσουμε."
"El impedimento que representa la burocracia es frustrante."
"Το εμπόδιο που αντιπροσωπεύει η γραφειοκρατία είναι απογοητευτικό."
"Si existe un impedimento, debemos encontrar una solución."
"Αν υπάρχει εμπόδιο, πρέπει να βρούμε μια λύση."
"El impedimento emocional puede afectar nuestras decisiones."
Η λέξη "impedimento" προέρχεται από το λατινικό "impedimentum", το οποίο σημαίνει "έμποδιο".