Το "impedir" είναι ένα ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /ɪm.peˈðiɾ/
Η λέξη "impedir" σημαίνει να αποτρέπεις ή να εμποδίζεις κάτι να συμβεί. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία συμφραζομένων, όπως νομικά, στρατιωτικά ή καθημερινά. Η χρήση της είναι συχνή και παρατηρείται περισσότερο στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικό λόγο.
Ο νόμος μπορεί να εμποδίσει ορισμένες ενέργειες να πραγματοποιηθούν.
No hay forma de impedir el paso de la tormenta.
Δεν υπάρχει τρόπος να εμποδίσουμε την πορεία της καταιγίδας.
Trataré de impedir que esto vuelva a suceder.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "impedir" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές φράσεις και εκφράσεις.
"Θα εμποδίσω να μιλήσει άσχημα για σένα."
Impedir el acceso
"Las barreras impiden el acceso a la playa."
"Οι φράκτες εμποδίζουν την πρόσβαση στην παραλία."
No poder impedir
"No pude impedir que se sintiera mal."
"Δεν μπόρεσα να αποτρέψω να αισθανθεί άσχημα."
Impedir el progreso
"El mal tiempo puede impedir el progreso del proyecto."
Η λέξη "impedir" προέρχεται από τα λατινικά, συγκεκριμένα από το "impedīre", που σημαίνει "να εμποδίζεται, να αποκλείεται".