Η λέξη "impenetrable" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /ɪmˈpɛn.ɪ.trə.bəl/
Η λέξη "impenetrable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να διεισδύσει ή να περάσει. Αυτό μπορεί να αναφέρεται σε φυσικά χαρακτηριστικά (όπως ένα τείχος ή ένα δάσος) ή σε έννοιες (όπως μυστήρια ή σκέψεις). Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα σε γραπτό περιβάλλον, όπως λογοτεχνία ή επιστημονικά κείμενα.
La selva amazónica es impenetrable por los humanos.
(Η Amazon είναι αδιαπέραστη από τους ανθρώπους.)
Su comportamiento era tan impenetrable que nadie podía entender lo que pensaba.
(Η συμπεριφορά του ήταν τόσο αδιάβατη που κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν.)
Η λέξη "impenetrable" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά όταν το κάνει, συνήθως αναφέρεται σε κάτι που είναι δύσκολο να κατανοηθεί, είτε αυτό είναι ένα μυστήριο, μια κατάσταση ή η προσωπικότητα κάποιου.
Las razones de su decisión son impenetrables para todos.
(Οι λόγοι της απόφασής του είναι αδιαπέραστοι για όλους.)
Su mente es impenetrable incluso para sus amigos más cercanos.
(Ο νους του είναι αδιάβατος ακόμη και για τους πιο близκούς του φίλους.)
Η λέξη "impenetrable" προέρχεται από το λατινικό "impenetrabilis", το οποίο είναι συνδυασμός του προθέματος "in-" (που σημαίνει "όχι") και της ρίζας "penetrabilis" (που σημαίνει "μπορεί να διεισδυθεί").
Συνώνυμα: - impenetrable (αδιάβαστος) - inexpugnable (μη καταληπτός)
Αντώνυμα: - penetrable (διαπερατός) - accesible (προσβάσιμος)