Η λέξη "impensable" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "impensable" είναι /imˈpens.a.βle/.
Η λέξη "impensable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να σκεφτεί ή να φανταστεί κανείς, δηλαδή θεωρείται αδιανόητο. Εμφανίζεται συχνά στην καθημερινή ομιλία και σε γραπτά κείμενα, επισημαίνοντας τις έννοιες του απίστευτου ή του αδύνατου.
Es impensable que alguien no sepa leer en la actualidad.
Είναι αδιανόητο να μην ξέρει κανείς να διαβάζει σήμερα.
Para mí, es impensable vivir sin tecnología.
Για μένα, είναι αδιανόητο να ζω χωρίς τεχνολογία.
Η λέξη "impensable" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Es un hecho impensable en nuestra sociedad.
Είναι ένα αδιανόητο γεγονός στην κοινωνία μας.
Hacer eso sería algo impensable.
Να το κάνεις αυτό θα ήταν κάτι αδιανόητο.
Es impensable que ocurran situaciones así.
Είναι αδιανόητο να συμβαίνουν τέτοιες καταστάσεις.
La idea de renunciar a mis sueños es impensable.
Η ιδέα να απαλλάξω τα όνειρά μου είναι αδιανόητη.
Es impensable hablar de justicia sin igualdad.
Είναι αδιανόητο να μιλάει κανείς για δικαιοσύνη χωρίς ισότητα.
Η λέξη "impensable" προέρχεται από το προθετικό "im-" (που σημαίνει "μη" ή "αύξηση") και το ρήμα "pensar" (που σημαίνει "σκέφτομαι"). Έτσι, η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει "μη σκεπτόμενος" ή "αδιανόητος".
Συνώνυμα: - inconcebible (αδιανόητος) - increíble (απίστευτος)
Αντώνυμα: - pensable (συλλογισμένος) - comprensible (κατανοητός)