Η λέξη "imperativo" είναι ουσιαστικό.
/impeˈɾitabo/
Η λέξη "imperativo" αναφέρεται στη γραμματική κατηγορία που εκφράζει διαταγές, προτροπές ή αιτήματα. Στην ισπανική γλώσσα, η προστακτική χρησιμοποιείται συχνά για να δώσει εντολές ή να ζητήσει κάτι από κάποιον με άμεσο τρόπο. Αυτή η μορφή του ρήματος είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται και σε γραπτό κείμενο.
"Πες μου την αλήθεια στην προστακτική."
"Es importante usar el imperativo correctamente."
Η λέξη "imperativo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε εκπαιδευτικά ή γλωσσικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές τέτοιες εκφράσεις:
"Να μιλάς στην προστακτική."
"El imperativo se usa para dar órdenes."
"Η προστακτική χρησιμοποιείται για να δίνει εντολές."
"Es fundamental aprender el imperativo en español."
Η λέξη "imperativo" προέρχεται από τα λατινικά, συγκεκριμένα από την λέξη imperativus, που σημαίνει "αφεντικό" ή "διαταγή".
Συνώνυμα: - orden - mandato
Αντώνυμα: - interrogativo (ερωτηματικό) - indicativo (ενδεικτικό)