imperdible: είναι επίθετο.
/im.per.ˈði.β.le/
Η λέξη "imperdible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πολύ σημαντικό ή απαραίτητο, όπως ένα γεγονός, μια ευκαιρία ή κάτι που είναι τόσο ενδιαφέρον που δεν θα πρέπει να το χάσει κανείς. Συχνά χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο, με την ίδια συχνότητα. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη χρήση σε διαφημίσεις και προωθητικά κείμενα, όπως και σε καθημερινές συζητήσεις για σημαντικά events.
Este evento es imperdible para los amantes del arte.
Αυτή η εκδήλωση είναι απαραίτητη για τους λάτρεις της τέχνης.
La película que estrenaron es imperdible.
Η ταινία που κυκλοφόρησαν είναι αναπόφευκτη.
Η λέξη "imperdible" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και καταστάσεις:
Αναφέρεται σε μια σπάνια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.
"Evento imperdible"
Αναπόφευκτο γεγονός
Σημαίνει ότι είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός που δεν πρέπει να παραληφθεί.
"Un libro imperdible"
Ένα απαραίτητο βιβλίο
Συνιστάται διαβάζεται από αυτούς που αγαπούν τη λογοτεχνία.
"Experiencia imperdible"
Απαραίτητη εμπειρία
Αναφέρεται σε μια μοναδική εμπειρία που κάποιος πρέπει να ζήσει.
"Un festival imperdible"
Ένα απαραίτητο φεστιβάλ
Η λέξη "imperdible" προέρχεται από το ρήμα "perder" (να χάνει) με την προσθήκη του προθέματος "im-" που δείχνει άρνηση και την κατάληξη "-ble" που δηλώνει ικανότητα, δηλαδή "αδύνατο να χάσεις".
Συνώνυμα: - esencial (ουσιώδης) - ineludible (αναπόφευκτος)
Αντώνυμα: - prescindible (μη απαραίτητος) - evitable (αποφεύξιμος)