Επίθετο
/imperi̟al/
Η λέξη "imperial" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με αυτοκρατορίες ή με τον αυτοκρατορικό χαρακτήρα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, συναντάται σε διάφορα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών, ιστορικών και κοινωνικών συζητήσεων. Έχει μέτρια συχνότητα χρήσης και μπορεί να βρεθεί τόσο σε προφορικές όσο και σε γραπτές μορφές.
Ο αυτοκρατορικός τύπος αρχιτεκτονικής στην Αβάνα είναι εντυπωσιακός.
Los vestigios del pasado imperial de Argentina se pueden ver en muchos lugares.
Η λέξη "imperial" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε ιστορικό ή κοινωνικό πλαίσιο.
Μια αυτοκρατορική εποχή.
El poder imperial se desmoronó.
Η αυτοκρατορική δύναμη κατέρρευσε.
El imperio de la moda.
Η λέξη "imperial" προέρχεται από το λατινικό "imperialis", το οποίο αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με την εξουσία ή τον αυτοκράτορα.
Συνώνυμα: - Αυτοκρατορικός - Κυρίαρχος
Αντώνυμα: - Δημοκρατικός - Πολιτικός (στην έννοια της μη-αυτοκρατορίας)