imperioso είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [impeˈɾjoso]
Στα Ισπανικά, η λέξη imperioso αναφέρεται σε κάτι που είναι επείγον ή αναγκαίο. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάτι απαιτεί άμεση προσοχή ή δράση. Η χρήση της λέξης είναι συχνή και παρατηρείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με την τάση να χρησιμοποιείται περισσότερο σε πιο επίσημα ή σοβαρά συμφραζόμενα.
Παραδειγματικές προτάσεις:
- Es imperioso que resolvamos este problema ahora.
(Είναι επιτακτικό να λύσουμε αυτό το πρόβλημα τώρα.)
Η λέξη imperioso μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε καταστάσεις που υποδηλώνουν ανάγκη ή επείγον.
La situación se volvió imperiosa y tuvimos que actuar rápidamente.
(Η κατάσταση έγινε επιτακτική και έπρεπε να δράσουμε γρήγορα.)
Es imperioso tener una estrategia clara para evitar problemas.
(Είναι επιτακτικό να έχουμε μια σαφή στρατηγική για να αποφύγουμε προβλήματα.)
Hacer ejercicio es imperioso para mantener la salud.
(Η άσκηση είναι επιτακτική για τη διατήρηση της υγείας.)
En momentos difíciles, tomar decisiones es imperioso.
(Σε δύσκολες στιγμές, είναι επιτακτικό να παίρνουμε αποφάσεις.)
Es imperioso respetar las reglas para garantizar la seguridad.
(Είναι επιτακτικό να σεβόμαστε τους κανόνες για να εξασφαλίσουμε την ασφάλεια.)
Η λέξη imperioso προέρχεται από τη λατινική λέξη imperiosus, που σημαίνει "εξουσιαστικός" ή "κυρίαρχος". Αυτή η ρίζα σχετίζεται με την έννοια της επιβολής και της ανάγκης.
Συνώνυμα: - urgente - necesario - crucial
Αντώνυμα: - opcional - innecesario - superfluo