Η λέξη "impertinencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική της μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /impeɾtiniˈɛnθja/
Η λέξη "impertinencia" αναφέρεται σε μια συμπεριφορά ή πράξη που είναι ανάρμοστη, αναιδής ή απρεπής. Χρησιμοποιείται συχνά στη διάρκεια της συζήτησης για να περιγράψει κάποιον που θίγει τα όρια της ευπρέπειας ή που είναι άπρεπος σε αναλογία με τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς. Είναι σχετικά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτές μορφές, όπως σε νομικά κείμενα, καθώς σχετίζεται με την ηθική και κοινωνική συμπεριφορά.
Το σχόλιό του ήταν μια ασέβεια και προσέβαλε όλους.
La impertinencia de los jóvenes a veces sorprende a los adultos.
Η αναισχυντία των νέων μερικές φορές εκπλήσσει τους ενήλικες.
No puedes permitir la impertinencia en tu lugar de trabajo.
Η "impertinencia" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις, όπως:
Να έχεις την ασέβεια να ρωτάς για την ιδιωτική ζωή κάποιου.
La impertinencia de su actitud hizo que lo despidieran.
Η αναισχυντία της συμπεριφοράς του οδήγησε στην απόλυσή του.
Dicen que la impertinencia es el peor defecto en una conversación.
Λένε ότι η αναισχυντία είναι το χειρότερο ελάττωμα σε μια συζήτηση.
Su impertinencia le costó muchos amigos.
Η αναισχυντία του του κόστισε πολλούς φίλους.
A veces, la impertinencia puede ser graciosa, pero no siempre es apropiada.
Η λέξη "impertinencia" προέρχεται από το λατινικό "impertinentia", που αποτελείται από το πρόθεμα "im-" (μη) και τη ρίζα "pertinens" (συναφής, κατάλληλος).
Insolencia (Αναίσθηση)
Αντώνυμα: