Η λέξη "impertinente" είναι επίθετο.
/impɛrtiˈnɛnte/
Η λέξη "impertinente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι αγενής, επιδεικτικός ή αυθάδης σε συμπεριφορά ή λόγο. Στη γλώσσα των νομικών, μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που είναι εκτός θέματος ή που δεν έχει σχέση με το ζητούμενο. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Su comentario fue impertinente y ofendió a todos.
(Το σχόλιό του ήταν αγενές και πρόσβαλε όλους.)
No seas impertinente con tus mayores.
(Μην είσαι αυθάδης με τους μεγαλύτερούς σου.)
Η λέξη "impertinente" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους συνδυασμούς που υποδηλώνουν αρνητικές συμπεριφορές ή σχόλια:
No tolero el comportamiento impertinente en público.
(Δεν ανέχομαι τη συμπεριφορά που είναι αυθάδης δημοσίως.)
Su actitud fue impertinente en la reunión.
(Η στάση του ήταν αγενής στη συνάντηση.)
Ella tiene una forma impertinente de contradecir a los demás.
(Αυτή έχει έναν επιδεικτικό τρόπο να αντικρούει τους άλλους.)
Η λέξη "impertinente" προέρχεται από το λατινικό "impertinens", που σημαίνει "μη σχετικός" ή "μη αναγκαίος". Ετυμολογικά συνδυάζει το "in-" (χωρίς) με "pertinens" (σχετικός).
Συνώνυμα: - Agresivo - Desconsiderado - Insoportable
Αντώνυμα: - Respetuoso - Cortés - Educado