imperturbable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

imperturbable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "imperturbable" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα διεθνή φωνητικά σύμβολα (IPA) είναι /ɪmˈpɜːr.tərˌbəl/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "imperturbable" μπορεί να μεταφραστεί ως: - αδιάφορος - ανέκφραστος - ασταθής

Σημασία της λέξης

Η λέξη "imperturbable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που δεν επηρεάζεται από εξωτερικές πιέσεις ή συναισθηματικές καταστάσεις, που παραμένει ήρεμος και σταθερός σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Στη γλώσσα των Ισπανών, είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό επίπεδο, συχνά για να περιγράψει τη συμπεριφορά των ανθρώπων σε δύσκολες καταστάσεις. Συχνά εμφανίζεται σε πλαίσια όπου η ψυχραιμία και η σταθερότητα είναι σημαντικές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Su actitud imperturbable durante la crisis sorprendió a todos.
    (Η αδιάφορη στάση του κατά τη διάρκεια της κρίσης εξέπληξε όλους.)

  2. Aunque había mucho ruido, él se mantuvo imperturbable.
    (Αν και υπήρχε πολύ θόρυβος, εκείνος παρέμεινε ανέκφραστος.)

  3. Es difícil encontrar a alguien tan imperturbable en momentos de tensión.
    (Είναι δύσκολο να βρεις κάποιον τόσο ασταθή σε στιγμές έντασης.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "imperturbable" μπορεί να εμφανιστεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και εφαρμογές:

  1. Mantener la calma imperturbable.
    (Να διατηρείς την αδιάφορη ηρεμία.)

  2. Dar una respuesta imperturbable.
    (Να δώσεις μια ανεξάρτητη απάντηση.)

  3. Actuar con imperturbable serenidad.
    (Να δράσεις με αδιάφορη γαλήνη.)

  4. Ser una roca imperturbable en tiempos de crisis.
    (Να είσαι μια αδιάφορη πέτρα σε δύσκολες στιγμές.)

  5. Su sonrisa era imperturbable, sin importar lo que sucedía.
    (Το χαμόγελό της ήταν αδιάφορο, ανεξάρτητα από το τι συνέβαινε.)

  6. Frente a la adversidad, se mostró imperturbable.
    (Απέναντι στην αντιξοότητα, έδειξε αδιάφορη συμπεριφορά.)

Ετυμολογία

Η λέξη "imperturbable" προέρχεται από τα λατινικά "imperturbabilis", που σημαίνει "μη διαταραγμένος", προερχόμενο από το "perturbon" που σημαίνει "να ταραχθεί ή να αναστατωθεί", με το πρόθεμα "im-" (μη).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024