implacable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

implacable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

implacable είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

[imˈplakable]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη implacable αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον που δεν μπορεί να αποκατασταθεί, να ηρεμήσει ή να συγχωρεθεί. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει συναισθήματα, στάσεις ή ενέργειες που είναι αμετάβλητες ή δύσκολες να αλλάξουν. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται και στους δύο προφορικούς και γραπτούς λόγους, αν και ίσως να είναι πιο συχνή σε γραπτές μορφές, όπως λογοτεχνία ή εκθέσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El enemigo implacable nunca da tregua.
    Ο αμείλικτος εχθρός ποτέ δεν δίνει αναστολή.

  2. Su raís implacable en la venganza lo hizo temido por todos.
    Η ακατάβλητη ρίζα του στη εκδίκηση τον έκανε φοβερό για όλους.

  3. Es un crítico implacable de los errores ajenos.
    Είναι ένας αμείλικτος κριτής των ξένων σφαλμάτων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη implacable χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. La ira implacable del destino.
    Η αμείλικτη οργή της μοίρας.

  2. Sufrir la plaga de un enemigo implacable.
    Να υποφέρεις από την καταιγίδα ενός αμείλικτου εχθρού.

  3. Luchar contra una fuerza implacable.
    Να αγωνίζεσαι εναντίον μιας ακατάβλητης δύναμης.

  4. Vivir bajo la sombra de un juicio implacable.
    Να ζεις υπό τη σκιά μιας αμείλικτης κρίσης.

  5. Un deseo implacable de justicia.
    Μια ακατάβλητη επιθυμία για δικαιοσύνη.

  6. El implacable paso del tiempo.
    Ο αμείλικτος χρόνος που περνάει.

Ετυμολογία

Η λέξη implacable προέρχεται από τη Λατινική λέξη implacabilis, όπου το in- (όχι) και το placabilis (αυτός που μπορεί να ησυχάσει ή να ικανοποιηθεί) συνδυάζονται για να δηλώσουν κάτι ή κάποιον που δεν μπορεί να ηρεμήσει.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - αμετανόητος - αδιάλλακτος - σκληρός

Αντώνυμα: - συγχωρητικός - ήπιος - υποχωρητικός



22-07-2024