Ρήμα.
/implanˈtaɾ/
Το ρήμα "implantar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία εμφύτευσης ή εγκατάστασης κάτι σε μια νέα θέση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως η ιατρική (όταν γίνεται αναφορά σε εμφυτεύματα) ή στον τομέα της οικονομίας (όταν αναφέρεται στην εγκαθίδρυση πολιτικών).
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε κείμενα σχετιζόμενα με την ιατρική, τη νομοθεσία και την οικονομία.
Αποφασίστηκε να εγκατασταθεί ένα νέο σύστημα διαχείρισης στην επιχείρηση.
El médico sugirió implantar un marcapasos al paciente.
Ο γιατρός πρότεινε να εμφυτευτεί ένας βηματοδότης στον ασθενή.
Es necesario implantar medidas de seguridad más estrictas.
Η λέξη "implantar" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Εγκαθιστώ μια νέα οργανωτική κουλτούρα.
Implantar un cambio radical en la educación.
Εισάγω μια ριζική αλλαγή στην εκπαίδευση.
Implantar la justicia social en la comunidad.
Εγκαθιστώ τη κοινωνική δικαιοσύνη στην κοινότητα.
Es difícil implantar el respeto en un entorno hostil.
Είναι δύσκολο να εγκατασταθεί ο σεβασμός σε ένα εχθρικό περιβάλλον.
Los gobiernos deben implantar reformas para mejorar la economía.
Η λέξη "implantar" προέρχεται από το λατινικό "implantāre", που σημαίνει "να φυτέψω μέσα" ή "να εγκαθιστώ".
Συνώνυμα: - Instalar (εγκαθιστώ) - Introducir (εισάγω) - Incorporar (ενσωματώνω)
Αντώνυμα: - Extraer (εξάγω) - Remover (αφαιρώ) - Desinstalar (αποεγκαθιστώ)