Adjetivo (Επίθετο)
/implikaˈðo/
Η λέξη "implicado" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι αναμεμιγμένο ή εμπλεκόμενο σε μια κατάσταση, συνθήκη ή δραστηριότητα. Συχνά χρησιμοποιείται στο νομικό και κοινωνικό πλαίσιο, για να περιγράψει άτομα που σχετίζονται με μια υπόθεση ή γεγονός. Η χρήση του "implicado" είναι συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται επίσης και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε νομικές και κοινωνικές συζητήσεις.
Ο ύποπτος ήταν εμπλεκόμενος στην κλοπή.
Varias personas fueron implicadas en el escándalo político.
Η λέξη "implicado" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες ενσωματώνουν την έννοια της συμμετοχής ή της εμπλοκής.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ βαθιά εμπλεκόμενος σε κάτι.)
Implicar a alguien en un asunto.
(Αυτό σημαίνει να κάνεις έναν άλλο να συμμετάσχει σε κάποιες ενέργειες ή καταστάσεις.)
No me implico en conflictos.
Η λέξη "implicado" προέρχεται από το ρήμα "implicar", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "implicare", που σημαίνει "να ενσωματώσω" ή "να διπλώσω μέσα σε".
Συνώνυμα: - Involucrado (εμπλεκόμενος) - Comprometido (δεσμευμένος)
Αντώνυμα: - Desvinculado (αποδεσμευμένος) - Excluido (αποκλεισμένος)