implicado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

implicado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Adjetivo (Επίθετο)

Φωνητική μεταγραφή

/implikaˈðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη "implicado" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι αναμεμιγμένο ή εμπλεκόμενο σε μια κατάσταση, συνθήκη ή δραστηριότητα. Συχνά χρησιμοποιείται στο νομικό και κοινωνικό πλαίσιο, για να περιγράψει άτομα που σχετίζονται με μια υπόθεση ή γεγονός. Η χρήση του "implicado" είναι συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται επίσης και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε νομικές και κοινωνικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El sospechoso fue implicado en el robo.
  2. Ο ύποπτος ήταν εμπλεκόμενος στην κλοπή.

  3. Varias personas fueron implicadas en el escándalo político.

  4. Πολλοί άνθρωποι εμπλέκονταν στο πολιτικό σκάνδαλο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "implicado" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες ενσωματώνουν την έννοια της συμμετοχής ή της εμπλοκής.

  1. Estar implicado hasta el cuello.
  2. Να είσαι εμπλεκόμενος μέχρι το λαιμό.
  3. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ βαθιά εμπλεκόμενος σε κάτι.)

  4. Implicar a alguien en un asunto.

  5. Να εμπλέκεις κάποιον σε ένα θέμα.
  6. (Αυτό σημαίνει να κάνεις έναν άλλο να συμμετάσχει σε κάποιες ενέργειες ή καταστάσεις.)

  7. No me implico en conflictos.

  8. Δεν εμπλέκομαι σε συγκρούσεις.
  9. (Εκφράζει την απόφαση κάποιου να μην συμμετάσχει σε διαμάχες ή προβλήματα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "implicado" προέρχεται από το ρήμα "implicar", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "implicare", που σημαίνει "να ενσωματώσω" ή "να διπλώσω μέσα σε".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Involucrado (εμπλεκόμενος) - Comprometido (δεσμευμένος)

Αντώνυμα: - Desvinculado (αποδεσμευμένος) - Excluido (αποκλεισμένος)



23-07-2024