Το "implicar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "implicar" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι /impliˈkar/.
Η λέξη "implicar" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει τη διαδικασία του να περιλαμβάνει κάποιον ή κάτι σε μια κατάσταση ή δραστηριότητα. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει ότι κάτι έχει κάποια συνέπεια ή σχέση με κάτι άλλο. Στη γλώσσα των νόμων, "implicar" χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε νομικές ευθύνες ή συνέπειες.
Η συχνότητα χρήσης του "implicar" είναι υψηλή, καθώς είναι ένα κοινό ρήμα και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
(Η απόφαση να μην συμπεριληφθούν μάρτυρες μπορεί να συνεπάγεται νομικά προβλήματα.)
El proyecto implicará a varios departamentos de la empresa.
Το "implicar" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες δείχνουν τη σημασία της λέξης στον προφορικό ή γραπτό λόγο.
(Αυτό συνεπάγεται μια πρόκληση.)
No quiero implicar a otros en mis problemas.
(Δεν θέλω να εμπλέξω άλλους στα προβλήματά μου.)
Su declaración implica que tiene más información.
(Η δήλωσή του συνεπάγεται ότι έχει περισσότερες πληροφορίες.)
Este contrato implica ciertas obligaciones.
(Αυτή η σύμβαση περιλαμβάνει ορισμένες υποχρεώσεις.)
Implicar a la comunidad es fundamental para el éxito del proyecto.
Η λέξη "implicar" προέρχεται από τα λατινικά "implicare", που σημαίνει "να εμπλέκει" ή "να περιλαμβάνει", και αποτελείται από το πρόθεμα "in-" που σημαίνει "μέσα" και το ρήμα "plicare" που σημαίνει "να διπλώνω".