Το "implicarse" είναι ρήμα.
[iɱpliˈkaɾse]
Η λέξη "implicarse" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της συμμετοχής ή της εμπλοκής σε κάτι. Συχνά αναφέρεται στη συμμετοχή σε δραστηριότητες ή καταστάσεις που απαιτούν προσωπική δέσμευση ή ενδιαφέρον. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και επισημαίνεται ότι μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτές αναφορές, καθώς αντικατοπτρίζει συχνά μια πιο επίσημη ή σοβαρή δέσμευση.
Είμαι πρόθυμος να αναμιχθώ στο έργο.
Es importante que todos se impliquen en la decisión.
Είναι σημαντικό όλοι να εμπλέκονται στην απόφαση.
Decidí implicarme más en la comunidad.
Η λέξη "implicarse" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Es necesario implicarse en la lucha por los derechos humanos.
No quiero implicarme en sus problemas.
Ayer me dijo que no se debería implicar en los conflictos ajenos.
Se implicó tanto en la causa, que olvidó su propia vida.
Η λέξη "implicarse" προέρχεται από το λατινικό "implicare", που σημαίνει "να μπλέκεις" ή "να συνδέεις".
Συνώνυμα: - Comprometerse (δέχομαι να συμμετάσχω) - Involucrarse (αναλαμβάνω δράση)
Αντώνυμα: - Desentenderse (να αποφεύγεις ευθύνες) - Ignorar (να αγνοείς)