Ρήμα
/imploˈɾaɾ/
Η λέξη "implorar" σημαίνει να παρακαλείς ή να ικετεύεις έντονα, συχνά σε μια κατάσταση που απαιτεί βοήθεια, έλεος ή επιείκεια. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και έχει μια ελαφρά προτίμηση στον γραπτό λόγω της έντονης συναισθηματικής φορτίου που μεταφέρει. Στην καθημερινή χρήση, είναι πιο κοινό να ακούγεται σε συγκεκριμένα πλαίσια, όπως λογοτεχνία ή επιστολές.
Ella decidió implorar por la vida de su mascota.
(Αυτή αποφάσισε να ικετεύσει για τη ζωή του κατοικίδιού της.)
En su última carta, imploró que le perdonaran.
(Στην τελευταία του επιστολή, ικέτεψε να του συγχωρέσουν.)
Η λέξη "implorar" δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις που εκφράζουν επείγουσες ή συναισθηματικές καταστάσεις.
El prisionero fue llevado ante el juez para implorar clemencia.
(Ο φυλακισμένος μεταφέρθηκε ενώπιον του δικαστή για να ικετεύσει επιείκεια.)
Implorar ayuda.
(Ικετεύω για βοήθεια.)
Durante la tormenta, todos comenzaron a implorar ayuda.
(Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, όλοι άρχισαν να ικετεύουν βοήθεια.)
Implorar amor.
(Ικετεύω για αγάπη.)
Η λέξη "implorar" προέρχεται από το λατινικό "implorare", το οποίο αποτελείται από το "in-" (μέσα) και "plorare" (να κλαίω ή να φωνάζω), υποδηλώνοντας την ένταση της ικεσίας ή της παρακλήσεως.
Συνώνυμα: - Rogar (παρακαλώ) - Suplicar (ικετεύω, παρακαλώ)
Αντώνυμα: - Abochar (αποστασιοποιούμαι) - Descartar (απαρνούμαι)