Το "imponerse" είναι ρήμα.
/i̇m.poˈneɾ.se/
Το ρήμα "imponerse" σημαίνει να επιβάλλει κανείς τον εαυτό του ή τις απόψεις του σε άλλους. Στην ισπανική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους τομείς, όπως στην καθημερινή ομιλία, τη συζήτηση για την εξουσία ή την επιρροή. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης συνηθισμένο και στο γραπτό κείμενο. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε πλαίσια όπου συζητιούνται σχέσεις εξουσίας ή επιρροής.
Αυτός πάντα επιβάλλεται στις συνεδριάσεις.
Es importante imponerse si quieres ser escuchado.
Είναι σημαντικό να επιβάλλεσαι αν θέλεις να ακουστείς.
Las reglas deben imponerse para mantener el orden.
Η λέξη "imponerse" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "imponere", που σημαίνει "να βάζεις κάτι πάνω" ή "να επιβάλλεις". Η ρίζα "ponere" σημαίνει "τοποθετώ" ή "θέτω".
Συνώνυμα: - imponer - hacerse notar - prevalecer
Αντώνυμα: - someterse - ceder - disminuir
Το "imponerse" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις όταν αναφερόμαστε στη επιρροή ή την δύναμη. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Το να επιβάλλεσαι στους άλλους δεν είναι πάντα εύκολο.
Siempre hay que imponerse para alcanzar nuestras metas.
Πάντα πρέπει να επιβάλλεσαι για να πετύχεις τους στόχους σου.
Cuando se impone el respeto, se crea un ambiente positivo.
Όταν επιβάλλεται ο σεβασμός, δημιουργείται ένα θετικό περιβάλλον.
A veces, hay que imponerse en situaciones difíciles.
Μερικές φορές, πρέπει να επιβάλλεσαι σε δύσκολες καταστάσεις.
Imponerse a las críticas es fundamental para seguir adelante.
Το να επιβάλλεσαι στις κριτικές είναι θεμελιώδες για να προχωρήσεις.
Si no te impones, otros te pasarán por encima.
Η λέξη "imponerse" είναι σημαντική στον ισπανικό λεξιλόγιο, καθώς συνδέεται με έννοιες επιβολής, επιρροής και αυτοπεποίθησης. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, και αποτελεί ένα ισχυρό εργαλείο στην επικοινωνία και τις αλληλεπιδράσεις.