Importunar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /impɔʁtuˈnaɾ/
Η λέξη importunar σημαίνει να ενοχλείς ή να παρενοχλείς κάποιον, συνήθως με την έννοια ότι προκαλείς ανησυχία ή δυσαρέσκεια με τις ενέργειές σου. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των νομικών, όπου μπορεί να αναφέρεται σε παρενοχλήσεις ή παρενοχλητικές συμπεριφορές. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται και σε γραπτό κείμενο.
Δε θέλω να ενοχλήσω τους γείτονές μου με τη δυνατή μουσική.
Es importante saber cuándo se está importunando a alguien.
Είναι σημαντικό να ξέρουμε πότε παρενοχλούμε κάποιον.
Ella se sintió importunada por las constantes preguntas.
Η λέξη importunar δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με προτάσεις που περιγράφουν τις συνέπειες της ενοχλητικής συμπεριφοράς.
Δεν είναι η πρόθεσή μου να ενοχλήσω κανέναν, απλά ψάχνω βοήθεια.
A veces, la insistencia puede parecer una manera de importunar.
Κάποιες φορές, η επιμονή μπορεί να φαίνεται σαν μια μορφή παρενόχλησης.
Importunar a alguien en su trabajo no es apropiado.
Η λέξη προέρχεται από το Λατινικό "importunus", το οποίο σημαίνει "ακατάλληλος", "ενοχλητικός" ή "παρενοχλητικός".