Η λέξη "imposibilidad" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /imposiβiliˈðað/
Η λέξη "imposibilidad" σημαίνει την κατάσταση ή την ποιότητα του να είναι κάτι αδύνατο να συμβεί. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως γενικά, οικονομικά και νομικά, για να περιγράψει πράγματα που δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν.
Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη στη γραπτή και προφορική γλώσσα, κυρίως σε επίσηνα κείμενα, όπως νομικές και οικονομικές αναλύσεις. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να εμφανίζεται λιγότερο συχνά λόγω της κυριολεκτικής της φύσης.
Η αδυναμία τήρησης της προθεσμίας δημιούργησε ανησυχίες μεταξύ των επενδυτών.
Ante la imposibilidad de continuar el proyecto, se decidió suspenderlo temporalmente.
Η λέξη "imposibilidad" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Είναι μια πλήρης αδυναμία.
"La imposibilidad de elegir"
Η αδυναμία επιλογής.
"Hacer frente a la imposibilidad"
Να αντιμετωπίσεις την αδυναμία.
"En caso de imposibilidad"
Σε περίπτωση αδυναμίας.
"Reconocer la imposibilidad"
Η λέξη "imposibilidad" προέρχεται από το λατινικό "impossibilitas", το οποίο αποτελείται από το προκαταρκτικό "im-" (που σημαίνει "μη") και "possibilitas" (που σημαίνει "δυνατότητα").
Συνώνυμα: - Adivinanza (αδυναμία) - Inhabilidad (αναρτητικότητα)
Αντώνυμα: - Posibilidad (δυνατότητα) - Capacidad (ικανότητα)