Η λέξη "impositivo" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): /im.po.siˈti.βo/
Η λέξη "impositivo" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της νομικής και της φορολογίας για να αναφέρεται σε κάτι που επιβάλλεται ή σχετίζεται με φόρους ή υποχρεώσεις. Χρησιμοποιείται συχνά στα γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή στον νομικό και οικονομικό τομέα, αλλά λιγότερο στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Ο νέος φορολογικός νόμος θα επηρεάσει πολλές επιχειρήσεις.
Es necesario entender las obligaciones impositivas de cada ciudadano.
Είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τις φορολογικές υποχρεώσεις κάθε πολίτη.
El gobierno implementará un sistema impositivo más justo.
Η λέξη "impositivo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η φορολογική επιβάρυνση αυτού του χρόνου έχει είναι αρκετά υψηλή.
Régimen impositivo
Το φορολογικό καθεστώς επηρεάζει όλους τους φορολογούμενους.
Impuesto impositivo
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "impositivus", που σημαίνει "αυτός που επιβάλλει".
Συνώνυμα: - φορολογικός (fiscal) - επιβλητικός (obligatorio)
Αντώνυμα: - προαιρετικός (opcional) - εθελοντικός (voluntario)