impostar: /imposˈtaɾ/
Σε άλλες γλώσσες: Ελληνικά: /ιμποστάρ/
Σημασίες και Χρήσεις
Το ρήμα "impostar" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει το να τοποθετεί ο τραγουδιστής τη φωνή του στη σωστή θέση όταν τραγουδά. Συχνά χρησιμοποιείται στη μουσική και στην όπερα. Το ρήμα αυτό χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό κείμενο παρά στην προφορική γλώσσα.
Χρήση σε Χρόνους
Ο ρηματικός τύπος του "impostar" σε διάφορους χρόνους:
- Παρτισίπιο: impostado
- Γερούντιο: imponiendo
- Παρακείμενος απλός: he impostado
- Παρακείμενος σύνθετος: he estado impostando
- Μέλλοντας απλός: impostaré
- Παρατατικός απλός: impostaba
- Μελλοντική υποτακτική: impostare
Παραδείγματα
El tenor supo cómo impostar su voz en la ópera. (Ο τενόρος ήξερε πώς να τοποθετήσει σωστά τη φωνή του στην όπερα.)
La profesora de canto enseñó a impostar la voz a sus alumnos. (Η δάσκαλος τραγουδιού δίδαξε στους μαθητές της πώς να τοποθετήσουν σωστά τη φωνή τους.)
Ιδιωματικές Εκφράσεις
Το "impostar" δεν συνηθίζεται ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα Ισπανικά.
Παραδείγματα Ιδιωματικών Εκφράσεων:
No puedo impostar mi voz en esta canción. (Δεν μπορώ να τοποθετήσω σωστά τη φωνή μου σε αυτό το τραγούδι.)
Es importante impostar para alcanzar las notas más altas. (Είναι σημαντικό να τοποθετείτε σωστά για να φτάσετε τις πιο ψηλές νότες.)
Aprender a impostar lleva tiempo y práctica. (Να μάθεις να τοποθετείς σωστά απαιτεί χρόνο και πρακτική.)
La impostación vocal es clave para los cantantes profesionales. (Η φωνητική τοποθέτηση είναι κλειδί για τους επαγγελματίες τραγουδιστές.)
Ετυμολογία
Το ρήμα "impostar" προέρχεται από την λατινική λέξη "impositāre", που σημαίνει "να κατασταλλάσσω".
Συνώνυμα και Αντώνυμα
Συνώνυμα: καθίσταμαι, τοποθετώ τη φωνή μου, τραγουδώ σωστά
Αντώνυμα: αδείαζα τη φωνή μου, χαλαρώνω τη φωνή μου